Billeder på siden
PDF
ePub

K

Εύρεσημιό. Τώρα νἄρθουμε 'ς τὸν πλούσιο. Πέρασαν χρόνια κάμποσα κῂ ὁ Νάϊντις γένκε δεκάξ, δεκαεφτὰ χρονῶ. Τότες μιὰ μέρα νά σου ἔρχεται ἐς τὸ χωριὸ κεῖνος ὁ κακὸς ὁ πλούσιος, ὁ τζεγκενές, ποῦ πάσκισε νά τον χάσῃ, κ ̓ ἔτσι τὤφερε ἡ τύχη νὰ καταλύσῃ ἐς τὸ σπίτι ποἦταν ὁ Νάϊντις. Ακουσε που τον φώναζαν Νάϊντις καὶ παραξενεύτηκε μὲ τ ̓ ὄνομα. Ρωτάει τὴ γυναῖκα· “ Δέ με λές, κυρά, γιατί τον φωνάξτε ἔτσι;” “ Τὸν βγάλαμε Νάϊντες γιατί, να σε πῶ τὴν ἀλήθεια, δὲν εἶναι γυιός μας, τὸν βρῆκε ὁ ἄντρας μου ἐς τὸ χωράφι, μέσ' 'ς τα γεννήματα δῶ καὶ δεκαεφτὰ χρόνια. Μεῖς ἄλλα παιδιὰ δὲν εἴχαμε κ ̓ ἔτσι τον ἀναθρέψαμε καί τον ἀγαποῦμε σὰν παιδί μας, καὶ κεῖνος μᾶς ἀγαπάει πολύ.”

̓Ακούοντας αὐτὰ ὁ πλούσιος πικράθκε κατάκαρδα γιατὶ κατάλαβε πως ἦταν τὸ παιδὶ ποῦ πρόσταξε τὸν δοῦλό του να το χαλάσῃ. χαλάσῃ. Τώρα τί νὰ κάνῃ; συλλογιέται πὸ δῶ συλλογιέται πὸ κεῖ. Σ τὰ ὑστερινά τον ἦρθε μιὰ νεύση. Γυρίζει καὶ λέει πῶς ἔχει νὰ στείλῃ μιὰ γραφὴ ἐς τὸ χωριό το καὶ θέλει ἕνα μπιστεμένο ἄθρωπο να την πάῃ.

66

“ Μπᾶ, νὰ στείλουμε τὸν Νάϊντις,” τον λέν.

Ετοίμασαν τὸν Νάϊντις μιὰ πουγάτσα καὶ φαγιά, καὶ σέλλωσε τ' ἀλόγατό τ' γιὰ νὰ πάῃ. Ὁ πλούσιός τον ἔδωκε μιὰ γραφὴ γιὰ τὴ γυναῖκά τ' καί την ἔλεγε μέσα 'ς τὴ γραφὴ αὐτὴ νά τον στείλῃ ἀπάνου 'ς τὰ βουνὰ ποῦ ἔβοσκαν τὰ πρόβατά τ ̓ καὶ νὰ παραγγείλῃ τοὺς τσομπαναρέους να τον κομματιάσουν καὶ νά τον γκρημνίσουν μέσα 'ς ἕνα πηγάδι. Ὁ Νάϊντις πῆρε τὴ γραφὴ δίχως καμμιὰ ποψία, καβαλλίκεψε καὶ κίνησε νὰ πάῃ. Πρὶν νὰ κινήσῃ ἡ μάνα τού τον ὁρμήνεψε νὰ μὴν λάχῃ καὶ πιῇ νερὸ ἀποσταμένος, κ ̓ ὕστερίς τον φίλησε καί τον εἶπε τὸ κατευόδιο.

Σ τὸν δρόμο που πάαινε φτάνει σὲ μιὰ βρύση ἀπὸ κάτου πῶνα δέντρο καὶ ξεκαβαλλίκεψε γιὰ νὰ ξαποστάσῃ ψίχα κ ̓ ὕστερις νὰ πιῇ νερό, κατὰ πῶς τον ὁρμήνεψε ἡ μάνα τ', γιατ ̓ ἦταν διψασμένος. Κεῖ ποῦ κάθονταν 'ς τὸν ἴσκιο νά σου καὶ περνάει ἕνας γέρος μὲ μακρυὰ ἄσπρα γένεια καί τον λέει· “ Ποῦ ὥρα καλή, γυιέ μου;” “Ώρα καλή, παππού, πααίνω 'ς τὸ τάδε τὸ χωριὸ μὲ μιὰ γραφὴ γιὰ τὸν τάδε.” “ Δόσε μού τη νά τη διῶ αὐτὴ τὴ γραφή, γιατὶ θαρρῶ πῶς τον ξέρο αὐτὸν τὸν ἄθρωπο.” Τὸ παιδί τον δίνει τὴ γραφή, κῃ ὁ γέρος πέρασε τὸ χέρι του πὸ πάνου καί τη γύρισε πίσου, κ ̓ ὕστερις πάῃ 'ς τὴ δουλειά τ'.

Νὰ μήν τα πολυλογοῦμε, ἀνάβραδα ἀνάβραδα φτάνει ὁ Νάϊντις ἐς τὸ σπίτι τοῦ πλούσιου. Κεῖ ποῦ ξεπέζευε χτάζει ἀπάνου 'ς τὸ παραθύρι καὶ γλέπει ἕνα κορίτσι ἔμορφο σὰν τὸ φεγγάρι. Αψε σβύσε τὸν μπῆκε μιράκι. Ἦταν ἡ κόρη τοῦ πλούσιου, γιατ ̓ εἶχε πῇ ψέματα πῶς δὲν εἶχε παιδιά· εἶχε μιὰ κόρη κ ̓ ἕνα παλληκάρι. Ὁ Νάϊντις σέβκε μέσα 'ς τὸ σπίτι κ ̓ ἡ γυναῖκα τοῦ πλούσιου τον δέχτηκε κατὰ πῶς ἔπρεπε. “ Καλῶς ὥρισες” “ Καλώς σας βρήκαμε,” τὴ δίνει τὴ γραφὴ καὶ κείνη τὴ διάβασε κ ̓ ἔγραφε μέσα “ Νὰ πάρῃς αὐτὸν τὸ νειὸ καὶ τὴ κόρη μας καὶ νὰ κράξῃς

66

66

ἕνα παπᾶ καὶ νά τους στεφανώσης τ' ἀγληγορώτερο. Ἐγὼ θἀρθῶ ἐς ὀχτὼ μέραις καὶ πρέπει νὰ βρῶ τὸ πρᾶμα τελειωμένο.”

Αμα διάβασε τὴ γραφὴ ἔκανε κείνη κατὰ πῶς την παράγγελνεν ὁ ἄντρας τ'ς, κράζει τὸν παπᾶ καὶ μιὰ καὶ δυό τους στεφανώνει. Εκαναν γάμους, χαραῖς μὲ χοροὺς καὶ μὲ παιχνίδια ὡς τὰ ξημερώματα.

Νὰ μήν τα πολυλογοῦμε, ὕστερις π ̓ ὀχτὼ μέραις νά σου κ ̓ ἔρχεται πίσου ὁ πλούσιος, καὶ κεῖ ποῦ ξεπέζευε 'ς τὴ πόρτα σκώνει τὰ μάτια τ' καὶ τί νὰ διῇ ! τὴ θυγατέρα τ' που στέκονταν σιμὰ ἐς τὸν Νάϊντις ἀπάνου ς τὰ κάγκελλα. Τότες τοῦ ἦρθε μιὰ ζάλη σὰν ταβλᾶς καὶ πέφτει γάμου. Πλαλοῦν, κράζουν γιατροὺς καὶ μὲ τὰ πολλά τον φέρνουν 'ς τὸν λογαριασμό. “Τί ἔπαθες, ἄντρα μ';” τὸν ρωτάει ἡ γυναῖκά τ'. “As, τίποτες, ἀπόστασα 'ς τὸν δρόμο κῇ ὁ ἥλιός με βάρεσε 'ς τὸ κεφάλι,” λέει κεῖνος, “ μὰ γιατὶ δὲν ἔκανες κατὰ πῶς σε παράγγειλα μέσα 'ς τὴ γραφή;” “ Πῶς δὲ τὤκανα, νὰ ἡ γραφή σ' διὲ τί μ ̓ ἔγραφές.”

Τὴ παίρνει τὴ γραφὴ καί τη διαβάζει. Ἐθάρρεψε πῶς νειρεύονταν, τρίβει τὰ μάτια τ' καλὰ καλὰ καὶ δὲ μποροῦσε νὰ καταλάβῃ πῶς γένκε αὐτὸ τὸ πρᾶμα γιατὶ τὸ γράψιμο ἦταν θκό τ ̓. Τότες λέει “ Καλά, δὲ πειράζει. Αὔριο τὸ πρωί, γλυκειαῖς χαρααῖς νά τον σ' κώσῃς τὸν Νάϊντις καὶ νά τον στείλῃς ἀπάνου 'ς τὰ πρόβατα μὲ μιὰ γραφὴ ποῦ θά σε δώσω.” Κ' έκατσε κ ̓ ἔγραψε 'ς τοὺς τσομπαναρέους κατὰ πῶς καὶ πρῶτα.

Τὴν ἄλλη τὸ πρωΐ ταχύνημα σ ̓ κώθκε ἡ γυναῖκά τ' καὶ πῆγε νὰ ξυπνήσῃ τὸν Νάϊντις. Μὰ ἅμα σέβκε 'ς τὸν ὀντᾶ καί τον εἶδε ποῦ κοιμοῦνταν γλυκὰ γλυκὰ μέσ' τὴ κόρη τ'ς τὴν ἀγκαλιά, λυπήθκε να τον ξυπνήσῃ καί τον ἄφκε νὰ χορτάσῃ τὸν ὕπνο ἀκόμα καμμιὰ ὧρα. Πάει 'ς τὸ γυιό τ'ς καί τον λέει “Κοιμᾶσαι, παιδί μ';” “Όχι, μάνα μ'.” « Σήκου να καβαλλικέψῃς καὶ νὰ πᾶς αὐτὴ τὴ γραφὴ ἐς τοὺς τσομπάνους που βόσκουν τὰ πρόβατα.” Σ ̓κώνεται τὸ παιδὶ καβαλλικεύει παίρνει τὴ γραφὴ καὶ κίνησε.

66

Ὕστερις ἀπὸ κάμποση ώρα σ'κώνεται κῇ ὁ ἄντρας τ'ς καί τη ρωτάει “Τὸν ἔστειλες;” “ Τὸν λυπήθκα να τον ξυπνήσω τὸν Νάϊντις,” λέει κείνη, “ μὰ μὴ νοιάζεσαι, ἄντρα μ', ἡ γραφὴ πάησε μὲ τὸ γυιό μας.” “Τί ἔκανες βρὲ γυναῖκα !” φωνάζει κεῖνος καὶ μιὰ καὶ δυὸ σὰν νά τον πῆρε μιὰ ἀναλαβή, τρέχει ὄξου γιὰ νά τον προφτάσῃ. Ἡ γυναῖκά τ' θάρρεψε πῶς τον ἦρθε πάλι ἀχαμνὰ σὰν καὶ χτὲς καὶ τρέχει καταπόδι τ ̓

Φτάνοντας 'ς τὸ βουνὰ βρῆκε πῶς οἱ τσομπάνοι τον εἶχαν χαλάσῃ τὸν γυιό τ' καί των εἶχαν ῥίξῃ μέσ' 'ς τὸ πηγάδι, κῇ ἀπ' τὴ πίκρα τ' κὴ ἀπ' τὸ ἄχτι τ' πέφτει κῇ αὐτὸς μέσα καὶ χάνεται. Ἡ γυναῖκα γλέποντας τὸν ἄντρα τ'ς ποῦ πεσε μέσ ̓ ἐς τὸ πηγάδι τἄχασε καὶ ῥίχνεται καὶ κείνη μέσα καὶ πέθανε κῂ αὐτή. Κ ̓ ἔτσι ἀπόμνε ὁ Νάϊντις κληρονόμος.

Αὐτὸ δέν 'ναι παραμύθι. Εἶναι πρᾶμα που γένκε καὶ δείχνει πῶς τὴ Μοῖρά τ' κανένας δὲ μπορεῖ νά τη ξεφύγῃ.

APPENDIX II.

Τὸ Βασιλόπουλο καὶ ὁ ἀκτός.

̓Αρχὴ τοῦ παραμυθιού. Καλὴ σπέρα σας.

Μιὰ βολὰ κ ̓ ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας βασιλέας κ ̓ εἶχε τρία παιδιά, μὰ ὁ μικρότερος ἦταν ὁ πειὸ ἀντρειωμένος κῇ ὁ πειό ὤμορφος ἀπ ̓ οὗλνοι. Ἦρθε καιρὸς κῇ ἀρρώστησε ὁ βασιλέας πολὺ βαρειά, ἦταν πειὰ γιὰ θάνατο, κ ̓ εἶπαν οἱ γιατροὶ πῶς γιὰ νὰ γλυτώσ ̓ πρέπει νὰ φάῃ ξοῦγγι ἀπ' ἀρσενικό λαγό. Τότες φώναξε τὰ βασιλόπουλα καί τα εἶπε·

“ Παιδιά μ', εἶμαι ἄρρωστος πολὺ βαρειά, κ' οἱ γιατροὶ εἶπαν πως γιὰ νὰ γένω καλὰ πρέπει νὰ φάω ξοῦγγι ἀπ ̓ ἀρσενικὸ λαγό. Σᾶς περικαλῶ λοιπὸν νὰ πᾶτε 'ς τὸ κυνῆγι καὶ νά με φέρτε ἕν ̓ ἀρσενικὸ λαγό.”

66

“ Καλὰ, πατέρα,” εἶπαν τὰ παιδιὰ καὶ πῆραν ταῖς σαΐταις τους καὶ τ ̓ ἅρματά τ'ς καὶ κίνησαν γιὰ νὰ πᾶν. Πῆγαν ἀλάργα 'ς τὰ οὐρμάνια γιὰ νὰ βροῦν λαγούς. Οἱ δυὸ οἱ τρανύτεροι οἱ γιοὶ δὲ κατάφεραν νὰ σκοτώσουν κἂν κανένα, μὰ ὁ μικρότερος σκότωσε τρεῖς, μὰ κανένας ἀπὸ δαύτους δὲν ἦταν ἀρσενικός. Οἱ ἀδερφοί τ ̓ ἀρχίνησαν νά τον ζουλεύουν γιατὶ φάνκε πειὸ ἄξιος ἀπ' αὐτούς. Τὴν ἄλλη τὴ μέρα ξαναβγῆκαν 'ς τὸ κυνῆγι καὶ πάλι τὰ ἴδια· οἱ δυὸ οἱ τρανοὶ δὲ μπόρεσαν νὰ κάνουν τίποτες μὰ ὁ μικρότερος σκότωσε δυὸ κ ̓ ἕνας ἀπ ̓ τοὺς δυὸ λαγοὺς ἔλαχε νἆν ̓ ἀρσενικός. Τότες τὸν ζούλεψαν ἀκόμα πειὸ παρὰ πάνω κ' εἶπαν ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο “Ας τον σκοτώσουμε κ ̓ ὕστερις νὰ ποῦμε τοῦ πατέρα μας πῶς ἦρθαν κλέφταις και τον χάλασαν.”

K

Κεῖ κοντὰ ἦταν ἕνα πηγάδι πολὺ παλῃὸ μὲ μάρμαρα γύρο γύρο καὶ τὸ νερὸ ἔβγαινε πὸ μέσα καὶ ξεχείλιζε τὸ τριγύρο 'ς τὰ μάρμαρα. Αμα ἦρθε κῇ ὁ μικρότερος τότες τὸν εἶπαν·

“ Δὲ πίνουμε νερὸ π ̓ αὐτὸ τὸ πηγάδι, ἔτσι πως εἴμαστε διψασμένοι;”

[blocks in formation]

66

66

“ Μὰ πρέπει νὰ πιοῦμε μὲ τὴν ἀράδα,” λέει ὁ τρανύτερος, “ πρῶτα ὁ

ἕνας, ὕστερις ὁ ἄλλος καὶ 'ς τὰ ὑστερνὰ ὁ τρίτος.”

Τότες ἤπιε πρῶτα ὁ τρανύτερος, ὕστερις ὁ δεύτερος κ ̓ ὑστερνὸς ὁ μικρότερος. Εβαλε τὴ πάλα τ' καὶ τὴ σαΐτα τ ̓ ἀπὸ κάτ ̓ ἀπ ̓ τὴ μασχάλη καὶ ξαπλώθκε τὰ μπρούμυτα γιὰ νὰ πιῇ ἀπ ̓ τὸ νερὸ ποῦ ἔτρεχε ἀπ ̓ ὄξω π ̓ τὰ μάρμαρα. Τότες ὁ ἕνας τὸν πιάν ̓ ἀπ ̓ τῶνα ποδάρι κῇ ὁ ἄλλος ἀπ ̓ τ ̓ ἄλλο καί τον ῥίχνουν μέσα 'ς τὸ πηγάδι. Επεσε τὸ λοιπὸν τὸ βασιλόπουλο μέσα κ' οἱ ἀδερφοί του ἔφυγαν καὶ γύρσαν πίσω 'ς τὸ παλάτι. Αμα ἔφτασαν ἐκεῖ του πῆγαν τοῦ πατέρα τους τὸν λαγὸ καὶ τοῦπαν·

“ Νά, πατέρα, κατάφεραμε καὶ βρήκαμε ἀρσενικό λαγό σήμερις, μὰ ἔχασάμε τὸν ἀδερφό μας,” κ ̓ ἔκαναν πως ἦταν πολὺ πικραμένοι.

66

“ Μπρέ, τί λέτε; πῶς γένηκε δαῦτο;” ρωτάει ὁ βασιλέας καὶ πετάχτηκε ὄξω 'π ̓ τὸ κρεββάτι, γιατί τον ἀγαποῦσε τὸν μικρότερο τον γιό του πειὸ περισσότερο 'π ̓ τὸς ἀλνοί.

“ Τί νά σε ποῦμε, πατέρα,” λέν, “ κεῖ ποῦ κυνηγούσαμε ἄξαφνα ἦρθαν κλέφταις κ ̓ ἤθελαν νά μας καταποντίσουν, κ ̓ ἡμεῖς οἱ δυὸ ξέφυγάμε, μὰ ὁ αδερφός μας χάθκε.”

Τότες γένηκε μέγας θρῆνος ἐς τὸ παλάτι, κῇ ὁ βασιλέας κ ̓ ἡ βασίλισσα ντύθκαν 'ς τὰ μαῦρα κ ̓ ἔκλαιγαν καὶ θλίβουνταν πολύ.

Τώρα νά τ'ς ἀφήσουμε κεῖ ποῦ θρηνοῦσαν καὶ νὰ πᾶμε 'ς τὸ βασιλόπουλο. Τὸ πηγάδι που τον έρριξαν μέσα ἦταν πολὺ βαθύ, καὶ τρία χρόνια ἔπεφτε δίχως ναύρῃ πάτο. Ὕστερα πὸ τρία χρόνια πάτησε γῆς καὶ βγῆκε ἀπ ̓ τ ̓ ἄλλο μέρος. ̓Ανοίγ ̓ τὰ μάτια τ' καὶ γλέπει πῶς ἦταν ἐς ἄλλο κόσμο. Ἦτανε ὁ Κάτω Κόσμος. Καὶ κεῖ μακρυὰ μακρυὰ γλέπει ἕνα φῶς. Περπατόντας, περπατόντας, περπατώντας φτάνει σὲ μιὰ καλύβα. Ἐκεῖ μέσα ἦταν μιὰ γρῃὰ κ ̓ ἔπλαθε ζυμάρι μέσα σὲ μιὰ κουπανίτσα γιὰ νὰ κάνῃ μιὰ πουγάτσα. Τότες τὸ βασιλόπουλο χτάζει πῶς ἡ γρῃὰ δὲν εἶχε νερό, μόνο ἔκλαιγε καὶ ζύμωνε τὸ ἀλεῦρι μὲ τὰ δάκρυά τ'ς κ ̓ ἔφτυνε. Καὶ κεῖ ποῦ ἔκλαιγε κ ̓ ἔφτυνε καὶ ζύμωνε τὸ χαμοῦρι τραγουδοῦσε λυπητερά, λυπητερά.

Τὸ βασιλόπουλο ἀπόρεσε πολὺ γλέποντάς την νὰ φτάῃ καὶ νὰ κλαίγ καί την ἀλυπήθκε.

[ocr errors][merged small]

“Καλὸ ἐς τὸ παιδί μου,” λέει κείνη καὶ κύτταξε μὲ ἀπορία ἔτσι πῶς ἦταν νέος παλληκαρᾶς κὴ ἀντρειωμένος καὶ μὲ τὴ πάλα καὶ τὴ σαΐτα πάνω 'ς τὸν νῷμό του. “ ̓Απὸ ποῦ ἔρχεσαι, γιέ μου; ἐσὺ δὲν εἶσαι ἀπὸ τοῦτα τὰ μέρη, μὴν ἔρχεσαι π ̓ τὸν ̓́Ανω Κόσμο;”

66

“ Μάλιστα, ἔρχομαι πὸ τὸν ̓́Ανω Κόσμο, μὰ πῶς τ ̓ ἀπεικάστηκες, μανιά;”

“Αμ ἐμεῖς ἐδῶ δὲν ἔχουμε τέθοιους ἄντρες σὰν καὶ σένα. Φαίνεσαι πῶς εἶσαι 'π ̓ ἐκεῖ πάνω. Καὶ πῶς κατέφκες ἐδῶ;”

66

Τότες τὴν ἀφηγήθκε τὸ βασιλόπουλο “ τὸ καὶ τό με γένηκε,” καὶ πῶς

τον ἔρριξαν τ' αδέρφια τ ̓ μέσ' 'ς τὸ πηγάδι. “ Μὰ δέ με λές,” λέει τὴ χρηά, “ γιατὶ δὲ παίρνεις νερὸ νὰ ζυμώσῃς τὸ χαμούρι με νερό, μόνο τὸ ζυμώνεις μὲ τὰ δάκρυα σ' καὶ μὲ τὸ φτύμα, καὶ γιατί κλαῖς καὶ μυρολογᾷς;”

“*Α γιέ μου, νερὸ δὲν ἔχουμε σὲ τοῦτο τὸν τόπο. Εἶν ̓ ἕνα πηγάδι, μά το φυλάει μιὰ Λάμια, ἕνα θηριὸ τετράποδο με τρία κεφάλια καὶ ζητάει τὸν πᾶσα μῆνα 'πὸ ἕνα κορίτσι νὰ φάῃ κ ̓ ἔτσι ν ̓ ἀφήσῃ τὸ νερὸ νὰ τρέξῃ. Αὐτὸν τὸν μῆνα ἔπεσε ὁ λαχνὸς ἐς τὴ μοναχοκόρη μου τὴ Μαροῦδα καί την ἔχουν τώρα δεμένη 'ς τὸν πλάτανο μὲ τὸς ἁλυσσίδαις, κῂ αὔριο θὰ βγῇ τὸ θηριὸ καὶ θά τη φάῃ. Γιὰ δαῦτο κλαίγω καὶ θρηνῶ.”

Αμα τ ̓ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια τὸ βασιλόπουλο εἶπε·

“Ἐγὼ θά το σκοτώσω αὐτὸ τὸ θηριὸ καὶ θὰ γλυτώσω καὶ τὸ κορίτσι σ' κῇ οὖλο τὸν τόπο. Μόνο δόσε μου μιὰ μπουκουσιὰ νὰ φάω 'π ̓ αὐτὴ τὴ πουγάτσα ἅμα τὴ ψήσῃς.”

[ocr errors]

"Α γιέ μ', πῶς θὰ μπορέσῃς ἐσὺ νά το σκοτώσῃς τὸ θηριό, ποῦ κῇ ὁ βασιλέας ἀπ ̓ αὐτὴ τὴ πολιτεία κῇ οὖλο τ ̓ ἀσκέρι τ' τόσα χρόνια τώρα τὸ πολεμοῦν καὶ τίποτες δὲ μποροῦν νὰ κάνουν;”

[blocks in formation]

“Ἐγὼ δὲ φοβοῦμαι. Η θά το καταποντίσω αὐτὸ τὸ θηριὸ ἢ νὰ πεθάνω.”

Ἐκεῖ ποῦ μιλοῦσε ἄξαφν ̓ ἀκούει μιὰ φωνή, κρά, κρά. Γυρίζει καὶ γλέπει ἕνα μεγάλο πουλὶ ποἦταν σὲ μιὰ γωνιὰ ἐς τὴ καλύβα· ἕνας ἀητὸς χρυσὸς σὰν ἄγγελος. Ρωτάει “ τί ν' αὐτὸ τὸ πουλί;”

“ Αὐτὸ μὲ τ ̓ ἄφκε ὁ ἄντρας μ' ὅντας πέθανε ἐδῶ κ ̓ ἑκατὸ χρόνια, κα ἐγὼ τ ̓ ἀνάθρεψα ως ποῦ τράνεψε καὶ γένκε ἔτσι που το γλέπεις.”

«'Αμὲ κείνη ἡ βουβάλα κεῖ τί εἶναι;”

K

“ Κῇ αὐτὴ τὴ βουβάλα με την ἄφκε ὁ ἄντρας μ' ἐδῶ κ ̓ ἑκατὸ χρόνια κ ̓ ἐγώ την ανάθρεψα,” λέει ἡ γρηά.

Ἔτσι ποῦ λέμε τὸν ἔδωκε κ ̓ ἔφαε πιὰ μπουκουσιὰ ἐπ ̓ τὴ πουγάτσα, ἅμα τὴν ἔψησε, καὶ τὸ βασιλόπουλο κίνησε μὲ τὴ πάλα τ' καὶ τὴ σαΐτα τ ̓ γιὰ νὰ πάῃ κεῖ ποῦταν ἡ Μαρούδα δεμένη 'ς τὸν πλάτανο καὶ καρτεροῦσε νὰ βγῇ τὸ θηριὸ νά τη φάῃ. Αμα ἔφτασε κεῖ καί την εἶδε, τὴ λέει·

« Πῶς εἶσαι δῶ; τί κάνεις;”

“Έτσι ἦταν τῆς Τύχης μου, ἔπεσε ὁ λαχνὸς σὲ μένα καὶ καρτερῶ νὰ βγῇ τὸ θηριὸ καὶ νά με φάῃ γιὰ ν ̓ ἀφήσῃ τὸ νερό.”

Τότες τὸ βασιλόπουλο βγάζει τὸ σπαθί τ ̓ καὶ κόβει ταῖς ἁλυσσίδαις καί τη λέει·

“ Μὴ φοβᾶσαι ἐγὼ θά σε γλυτώσω.”

Κείνη ἔτσι που τον εἶδε ἕνα νέο σὰν ἄστρο, τὸν ἀλυπήθκε καὶ λέει·

Α. Γ.

23

« ForrigeFortsæt »