Billeder på siden
PDF
ePub

Γιὰ τῇς γυναῖκες.

Ὁ Θεὸς τὸν ἄντρα ἔπλασε μὲ διαμαντένια πέτρα
Κῇ ὅταν ἔφκιαν τὴ γυναῖκα ἐπῆρε μιὰ πελέκα.

Ὅποιος ἔχι κακὴ γυναῖκα 'ς τὸν νεκρὸ δὲ πρέπ ̓ νὰ πάῃ·
Τὸν νεκρὸ τὸν ἔχ ̓ ἐς τὸ σπίτι τ'

Ἡ γυναῖκα εἶν ̓ ἀκόλλα || καὶ χαλεύει ἀπὸ ὅλα.

Ἡ γυναῖκα μακρυὰ μαλλιὰ καὶ γνώμη κοντή.

Οι

Τρανὰ μαλλιά, || κοντά μυαλά.

1 This distich I heard at Serres, but it is not of Macedonian origin. My informant was a Cretan Mohammedan-one of those who on the declaration of Cretan autonomy preferred exile to peaceful existence with the despised Christians.

2 Α. Δ. Γουσίου, ‘Η κατὰ τὸ Πάγγαιον Χώρα, p. 89. Cp. μπόϊ τρανὸ καὶ μυαλὰ λίγα, ibid.

Greek folk-opinion on the fair sex.

When God created man, he used a diamond-drill;
When he created woman, he used a pickaxe.

He who has a bad wife need not go to the funeral:
The funeral is in his own home.

Woman is like paste: she sticks to everything.

Woman long hair, short wits.1

The same proverb, word for word, is common both among the Russians and the Tartars: see Ralston, Russian Folk-Tales, p. 38.

APPENDIX Ι.

Το παραμύθι του Νάϊντις.

Μιὰ βολὰ κ ̓ ἕναν καιρὸ ἦταν ἕνας ἄθρωπος πολὺ πλούσιος. Εἶχε σπίτια, εἰδίσματα, ἀρνιά, κατσίκια καὶ τί δὲν εἶχε; ἀπὸ ὅλα τὰ καλὰ τοῦ κόσμου, 'ς τὸ σπίτι τ ̓ ὡς κ ̓ οἱ πέτεινοι γεννοῦσαν αὐγὰ ποῦ λέει κῇ ὁ λόγος. Μὰ τί τα θές; ἦταν σφιχτός, τζεγκενές. Αὐτὸς ὁ ἄθρωπος ἔτυχε νἀρθῇ σὲ μιὰ πολιτεία μεγάλη, σὰν νὰ λέμε 'ς τη Σαλονίκη, καὶ γιὰ νὰ μὴν ξοδειαστῇ δὲ θέλσε νὰ κονέψῃ ἐς τὴ λοκάντα, μήτε πάησε σὲ κανένα τρανοῦ τ ̓ ἀρχοντικό, γιὰ νὰ μὴν λάχῃ κῂ ποχρεωθῇ. Μόνο κόνεψε 'ς ἕνα φτωχοῦ τὴ καλύβα, καλὴ ὥρα σὰν τὴ θκή μας. Τὸ σπίτ ̓ ἦταν μονάχα ἕνας ὀντᾶς τρανὸς κὴ ὁ δοξάτος καί τον ἔβαλαν νὰ κοιμηθῇ σὲ μιὰ γωνιά, ὁ δοῦλός τ ̓ ἀπόμεινε ὄξου 'ς τὴν αὐλὴ ἀντάμα μὲ τὰ πράματα. Τοῦ φτωχοῦ ἡ γυναῖκα εἶχε λευτερωθῇ δῶ καὶ τρεῖς μέραις, γένσε ἕνα παιδὶ ποὖταν τριῶ μερῶ ὅντας ἦρθε αὐτὸς ὁ πλούσιος. Ἔτσι που λές, πλάγιασαν τὸ βράδυ, ὁ μουσαφίρης σὲ μιὰ κόχη κ' ἡ λεχοῦσα μὲ τὸν ἄντρα τ'ς 'ς τὴν ἄλλη. Αὐτοί τους πῆρε ὕπνος ἀγλήγορα καὶ κοιμοῦνταν μια χαρά, γιατ' οἱ φτωχοὶ γκαηλέδες δὲν ἔχουν. Μὰ ὁ πλούσιος δέ τον ἔπαιρνε ὕπνος, γυρνοῦσε ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, γυρνούσε πὸ τὴν ἄλλη καὶ συλλογιοῦνταν καὶ λογάριαζε τὸ βιό του.

Κεῖ ποῦ συλλογιοῦνταν ἄξαφνα γλέπει κῇ ἀνοίγ' ἡ πόρτα καὶ σέβκαν μέσα τρεῖς γυναῖκες ντυμέναις 'ς τ ̓ ἄσπρα. Ἡ μιὰ ἦταν πειὸ ψηλὴ καὶ πειὸ ἔμορφη πὸ τὸς ἄλλαις. Ἦταν ᾗ τρεῖς Μοῖραις ποῦ μοιράζουν τὸ παιδὶ τὴ τρίτη μέρα ὕστερις ἀφοῦ γενθῇ. Ετσι που λές, σέβκαν μέσα 'ς τὸν ὀντᾶ καὶ στάθκαν κεῖ ποῦ κοιμοῦνταν τὸ μωρό, κ' ἡ μεγαλείτερη πὸ τῇς Μοίραις τὸ ἄγγιξε μὲ τὸ δάχτυλό τ'ς καὶ λέει· “Τί νά το μοιράσουμε;” Δὲν ἡ ἄλλαις· “Να το μοιράσουμε νὰ γένῃ κληρονόμος 'ς αὐτὸν τὸν πλούσιο που 'ναι πλαγιασμένος κεῖ πέρα 'ς τὴ κόχη.” “Ταμάμ”” λὲν ᾗ ἄλλαις καί το μοίρασαν κ ̓ ὕστερις γένκαν ἄφανταις.

Ὁ πλούσιός τ ̓ ἄκουσε αὐτὰ τὰ λόγια καὶ τρόμαξε, κῇ ἀπ' τὸ φόβο το δὲ μποροῦσε νὰ σφαλίξῃ μάτι. Σκώθκε καὶ σουλατζάριζε πάνου κάτου ἰς τὸν ὀντᾶ ὡς τὸ πρωΐ. Αμα ἔφεξε ὁ θεὸς τὴν ἡμέρα καὶ σ' κώθκε ὁ φτωχὸς πὸ τὸ γιατάκι τ', τότες τὸν λέει ὁ ξένος· “Ἐγὼ φεύγω σήμερις γιὰ τὸ χωριό μ', παιδιὰ θ ̓κά μ' δὲν ἔχω. Αν στρέγῃς νά με δώσῃς τὸ

1 My raconteuse informed me that she heard this tale many years ago from a Roumanian friend of hers (Καραβλάχα). According to her Naidis is the Wallachian for the Greek Εύρεσημιό, “ foundling.”

θ κό σ ̓ τὸ μωρό, γὼ κ ̓ ἡ γυναῖκά μ' θά τ ̓ ἀναθρέψουμε σὰν νἆναι παιδί μας. Σεῖς εἶστε νέοι, πρῶτα ὁ θεὸς θὰ κάντε κῇ ἄλλα. ”

Τότες ὁ φτωχὸς ἔκραξε τὴ γυναῖκά τ ̓ νὰ διῇ τί λέει καὶ κείνη. Ἡ γυναῖκά τ' πρῶτα δὲν ἤθελε, γιατὶ ποιὰ μάνα δίνει τὸ μικρό τ'ς; μὰ ὕστερις ἀπ' τὰ πολλά, γιὰ νὰ μὴν κόψουν τὴ τύχη τοῦ παιδιοῦ, λέει “ Καλά”” κ ἔστρεξε να το δώσ ̓ ἂν καί τ ̓ ἀγαποῦσε σὰν παιδί τ'ς πούταν. Τότες τὸ βύζαξε καλὰ καλά, ὡς που χόρτασε γάλα, τώντυσε μὲ τὰ πειὸ καλλίτερα ῥοῦχα ποὖχε, τὸ φίλσε σταυρωτὰ 'ς τὸ γλέφαρο κῇ ὁ πλούσιος το πῆρε 'ς τὰ χέρια τ', σελλών τὴ φοράδα τ' κή τον ξεπροβόδησαν καὶ πάει 'ς τὸ καλὸ μαζὺ μὲ τὸ δοῦλό τ'.

66

Οντας βγῆκαν ὄξου πὸ τὴ πολιτεία κ ̓ ἔφτασαν ̓ς ἕνα μέρος ἔρημο μέσα 'ς τὰ γεννήματα—ἦταν καλοκαίρι-σταματάει τὴ φοράδα τ ̓ καὶ λέει τὸν δοῦλό τ' “ Πάρε αὐτὸ τὸ μωρὸ καὶ νά το σκοτώσῃς μὲ μιὰ πέτρα.” Ὁ δοῦλός τ ̓ ἐς τὴν ἀρχὴ δὲν ἤθελε να το κάνῃ, γιατὶ ἦταν ἄθρωπος θεοφοβούμενος, μὰ ὕστερις θέλοντας μὴ θέλοντας τὸν ἄκουσε τὸν ἀφέντη τ ̓ καί το πῆρε τὸ μωρό. Μὰ ἀντὶς νὰ χτυπήσῃ τὸ παιδὶ χτυπάει τὴ γῆς μὲ τὴ πέτρα καὶ τὸ ἀφεντικό το θάρρεψε πως βάρεσε τὸ παιδί. Τότες ἄξαφνα ἔκανε σὰν νἄειδε κάποιον πὸ μακρυά, μιὰ καὶ δυὸ πλαλάει 'ς τ ̓ ἀλόγατο, σὰν νᾶταν τάχατες τρομασμένος, κῇ ἀπὸ δῶ πᾶν κ' οἱ ἄλλοι. Ἔτσι που λές, τὸ μωρὸ ἀπόμνε κοιμισμένο μέσ' 'ς τ ̓ ἀστάχυα.

66

1

Τώρα ν ̓ ἀφήσουμε τὸν πλούσιο καὶ νὰ πιάσουμε τὸ παιδί. Τὰ χωράφια κεῖνα ἦταν τὸ ἕνα πλούσιο τζιφληκᾶ. Αὐτὸς ὁ πλούσιος δὲν εἶχε παιδὶ θκό τ' κῇ ὅλου περικαλοῦσαν τὸν θεὸ κῇ αὐτὸς κ ̓ ἡ γυναῖκά τ νά τους δώσῃ ἕνα παιδί. Ἤθελαν ναὖρουν κανένα ψυχοπαίδι μπέλκε καί τους λυπηθῇ ὁ θεός. Κείνη τὴ βραδειὰ ἔτυχε νὰ σεργιανίζῃ αὐτὸς ὁ πλούσιος 'ς τὰ χωράφια καὶ ἄκουσε τὸ μωρὸ πὤκλαιγε. Στάθκε καὶ λέει πὸ μέσα τ' “ Τί νἶναι αὐτό; τζακάλι δέν 'ναι, σκυλὶ δέν 'ναι. Ας πάω νὰ διώ.” Καὶ πααίνοντας κατὰ τὴ φωνὴ τὸ γάλια γάλια βρίσκει το μωρό κῇ ἅμα τὤειδε ξεπάστηκε. Μὰ γλέποντας αὐτὸ τόσο ἔμορφο καὶ παστρικὸ καὶ παχουλὸ τὸ λιμπίστηκε και το πῆρε 'ς τὴν ἀγκαλιά τ' καί το πάησε 'ς τὴ γυναῖκά τ'. “ Διὲ τί βρῆκα 'ς τὸ χωράφι, γυναῖκα,” τὴ λέει, “ ἐμεῖς παιδὶ γυρεύαμε κῇ ὁ θεὸς παιδί μας ἔστειλε.” Ἡ γυναῖκά τ' δέ ̓ τον πίστεψε “Αϊντε πὸ δῶ, ποιὸς ξέρει σὺ μὲ ποιὰ τὤκανες αὐτὸ τὸ παιδί, μὰ ἂς εἶναι δέ με μέλει, ας το φυλάξουμε.”

Τὸ φύλαξαν καὶ τὤφεραν μιὰ παραμάνα γιὰ νά το βυζάξῃ κὴ ἅμα τράνεψε τὸ σπούδαξαν. Καὶ τὸ παιδὶ ποὔταν σωϊκό, πρόκοψε καί τ'ς ἀγαποῦσε πολύ, κῇ αὐτοί τ ̓ ἀγαποῦσαν καὶ τὤλεγαν Νάϊντις, σὰν νὰ λέμε

1 This is a stock form of transition, as hackneyed in Modern Greek folktales as it is in similar compositions in other languages. Cp. the Italian "Lassamu a lu pappa gaddu e pigghiamu a lu cavaleri," Fiabe, novelle, e raconti siciliani, by J. Pitré, Palermo, 1875, vol. 1. p. 9.

« ForrigeFortsæt »