EUSTATH. ad Iliad. V, 905 p. 620, 29. 'Αδελφὴ δέ ἐστιν "Αρεως ἡ Ἥβη, ὡς καὶ Θεόκριτος μυθολογεῖ. - II. ΕΤΥΜ. Μ. p. 290, 53 — δυσὶν ἀντιφέρεσθαι ὡς παρὰ Θεοκρίτῳ. III. ΕΚ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ. Και τις ἀνὴρ αἰτεῖται ἐπαγροσύνην τε καὶ ὄλβον, ἐξ ἁλὸς ᾧ ζωή, τὰ δὲ δίκτυα κείνῳ ἄροτρα, σφάζων ἀκρόνυχος ταύτῃ θεῷ ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῦκον καλέουσιν, ὁ γὰρ φιερώτατος ἄλλων, και κε λίνα στήσαιτο, καὶ ἐξερύσαιτο θαλάσσης ἔμπλεα. ΕΚ ΤΗΣ ΒΕΡΕΝΙΚΗΣ. Bruchstück eines Lobgedichtes auf Berenike, der Mutter des Ptolemäus Phi ladelphus (Anm. zu 15, 107), welches uns Athen. VII, p. 284, A aufbewahrt hat. ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ. I. Τὰ ῥόδα τὰ δροσόεντα καὶ ἡ κατάπυκνος ἐκείνα ἕρπυλλος κεῖται ταῖς Ελικωνιάσι, ταὶ δὲ μελάμφυλλοι δάφναι τίν, Πύθια Παιάν, Δελφὶς ἐπεὶ πέτρα τοῦτό τοι αγλάϊσ.ε. I. Auf Weihgeschenke für die Musen und Apollo. 2. ἕρπυλλος. Quendel oder Feldthymian, thymus serpyllum L., pflücken z. B. die Gespielinnen der 3. μελάμφ. Vgl. 11, 46. 17* βωμὸν δ' αἱμαξεῖ κεραὸς τράγος οὗτος ὁ μαλός, τερμίνθου τρώγων ἔσχατον ἀκρέμονα. 998 Δελφὶς εἰσεται πέτρα. Vgl. Hor. Od. 3, 30, 15 Delphica laurus. 5. β. αἱμ. Virg. Ecl. 1, 8 aram imbuet, Hor. Od. 3, 13, 6 inficiet rubro sanguine. – μαλός, λευκός. Hesych. [Das Bedenken, welches Meineke del, poet. anthol. Gr. p. 152 wegen der Quantität hat, erledigt sich durch Curtius, Etym. p. 522. *II. 5 Die Ansicht von Bach, dass μᾶλος - dux pecoris sei, ist durch nichts erwiesen.] = 6. τερμίνθου. τερέβινθος oder τέρμινθος ist die in Südeuropa wachsende Terebinthenpistazie, pistacia terebinthus L., Abbildung: Plenck Taf. 709. Düsseld. XVII. Taf. 12. Δάφνις ὁ λευκόχρως, ὁ καλᾷ σύριγγι μελίσδων α II. Auf Geschenke, welche Daphnis dem Pan weiht. 3. τρητοὺς. Vgl. Ovid. Met. 12, 158 longave multifori delectat tibia buxi. 4. νεβρίδα. Als Jäger trägt Daphnis hier das Fell eines Hirschkalbes. S. Einl. p. 8. ἐμαλο φόρει. S. Anm. zu 2, 120. - *III. Εὕδεις φυλλοστρῶτι πέδῳ, Δάφνι, σῶμα κεκμακός III. Auf den schlafenden Daphnis, 5 6. καταρχόμενον ist Conjectur von Toup., Ahr. vermuthet καὶ ἀγρεμόνας. Andere anders, ich früher καὶ ἐγρόμενος. *IV. Τήναν τὴν λαύραν τάς τε δρύας, αιπόλε, κάμψας IV. Dem Priapus lässt ein Hirt Opfer geloben, wenn er ihn von der Liebe zu Daphnis befreit oder Gegenliebe für ihn erweckt. 1. τάς τε δρύας ist Conj. von Mein. für τὰς αἱ δρύες wie cod. k oder τᾶς αἱ δρύες wie B5 D, Mein. selbst schreibt τόθι ταὶ δρύες (Anth. Pal. nach Holder's Coll. τόθιται δρύες). Vulg. τὡς αἱ δρύες. σύκινον εὑρήσεις ἀρτι γλυφὲς ξόανον, τρισκελές, αὐτόφλοιον, ἀνούατον, ἀλλὰ φάλητι παιδογόνῳ δυνατὸν Κύπριδος ἔργα τελεῖν. σακὸς δὲ σκιερὸς περιδέδρομεν, ἀενάον δέ ῥεῖθρον ἀπὸ σπιλάδων πάντοσε τηλεθάει δάφναις καὶ μύρτοισι καὶ εὐώδει κυπαρίσσῳ. ἔνθα πέριξ κέχυται βοτρυόπαις ἕλικι ἄμπελος, εἰαρινοὶ δὲ λιγυφθόγγοισιν ἀοιδαῖς κόσσυφοι ἀχεῦσιν ποικιλότραυλα μέλη. ξουθαὶ δ ̓ ἀδονίδες μινυρίσμασιν ἀνταχεῦσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγαρυν ὄπα. ἕξεο δὴ τηνεῖ καὶ τῷ χαρίεντι Ποιήπω εὔχε ̓ ἀποστέρξαι τοὺς Δάφνιδός με πόθους, κεὐθὺς ἐπιρρέξειν χίμαρον καλόν. ἦν δ ̓ ἄρα νεύσῃ, 2. σύκινον. Hor. Sat. 1, 8, 1 olim truncus eram ficulnus. Man braucht aber nicht mit Bach anzunehmen, dass Horaz diesen Vers vor Augen gehabt habe. 3. τρισκελές nehme ich mit Mein. in dem Sinne von περισκελές, praedurum. — αὐτόφλα, ἀν. Priapi statua haud affabre facta erat. Lignum erat rude, cortice non detracto, nec aures erant expressae. Wüstem. *V. 5 10 15 5. ἀενάον. So schreibe ich mit Meineke zu Bion 15, 1 statt Vulg. ἀέναον. Vgl. Odyss. 13, 109. 15. ἢν δ ̓ ἄρα νεύσῃ ist die von Ahr. aus cod. B D aufgenommene Lesart für Vulg. ανανεύσῃ. Vgl. Theokr. 7, 109. 17. λάσ. τρ. Vgl. Theokr. 7, 15. ἄρνα σακ. Vgl. Theokr. 1, 10. Δῇς ποτὶ τᾶν Μοισᾶν διδύμοις αὐλοῦσιν ἀεῖσαι V. Aufforderung zum gemeinschaftlichen Spiele auf verschiedenen Tonwerkzeugen. 1. λῇς κτλ. Vgl. Theokr. 1, 12. 4. κηρ. πνεύμ. Anm. zu 8, 18. = σύριγγι. S. 5 5. λασ. δρ. S. Anm. zu Theokr. 25, 134. Variante in cod. Pal. nach Holder's Collation : λασιαύχενεσ (und über dem letzten & ein o) yγύθεν ἄντρου. 6. ὀρφαν. ὕπνου. Anders als Theokr. 1, 15 flg. S. 7, 108. * VI. Α δειλαῖε το Θύρσι, τί τοι πλέον, εἰ καταταξεῖς δάκρυσι διγλήνως ὦπας ὀδυρόμενος ; οἴχεται ἡ χίμαρος, τὸ καλὸν τέκος, οἴχετ ̓ ἐς "Αιδαν τραχὺς γὰρ χαλαῖς ἀμφεπίαξε λύκος, αἱ δὲ κύνες κλαγγεῦντι· τί τοι πλέον, ανίκα τήνας ὄστιον οὐδὲ τέφρα λείπεται οἰχομένας; VI. Auf Thyrsis, welcher um eine vom Wolfe geraubte junge Ziege jammert. 3. τέκος von der Ziege wie ähnlich Oppian. Hal. 5, 464 σκύμνος ἀεξηθείς, ὀλίγον βρέφος. — ἐς "Αιδαν. Vgl. Theokr. 25, 271. Catull. 3, 11. 6. ὄστιον, neque ossa nec cinis relictus. S. Lobeck zu Soph. Ai. 244. VII. Ἦλθε καὶ ἐς Μίλητον ὁ τοῦ Παιήονος υιός, ζητῆρι νόσων ἀνδρὶ συνοισόμενος Νικίᾳ, ὅς μιν ἐπ ̓ ἦμαρ ἀεὶ θυέεσσιν ἱκνεῖται, καὶ τόδ ̓ ἀπ ̓ εὐώδους γλύψατ ̓ ἄγαλμα κέδρου, Ηετίωνι χάριν γλαφυρᾶς χερὸς ἄκρον ὑποστάς μισθόν· ὁ δ ̓ εἰς ἔργον πᾶσαν ἀφῆκε τέχνην. VII. Auf eine Statue des Aeskulap, welche Nicias durch Eetion hatte anfertigen lassen. S. Einl. p. 3. Theokr. 11, 1 Arg. 5 1. Μίλητον. Theokr. 28, 3 fg. 4. εὐώδ. κέδρου. S. Theokr. 7, 81. * VIII. Ξεῖνε, Συρηκόσιός τοι ἀνὴρ τόδ ̓ ἐφίεται Ὄρθων, χειμερίης μεθύων μηδαμὰ νυκτὸς ἴοις. καὶ γὰρ ἐγὼ τοιοῦτον ἔχω πότμον· ἀντὶ δὲ πολλῆς πατρίδος ὀθνείην κεῖμαι ἐφεσσάμενος. VIII. Grabschrift auf den Syrakusier Orthon, welcher in der Fremde, als er in der Winternacht trunken nach Hause ging, umkam. 3. πολλῆς. So cod. Pal. auch nach Holder für πολλᾶς (ἀντι dort ohne Accent). Heins. conjicirte βώλου, Wordsworth ἀντὶ φίλης δὲ πατρίδος. 4. ἐφεσσ. Apoll. Rhod. 1, 691 ὀνομαι ἤδη γαῖαν ἐφέσσεσθαι. *IX. "Ανθρωπε, ζωῆς περιφείδεο, μηδὲ παρ ̓ ὥρην IX. Auf Kleonikus, der bei einem Schiffbruche den Tod fand. ναυτίλος ἴσθι· καὶ ὡς οὐ πολὺς ἀνδρὶ βίος. δειλατε Κλεόνικε, σὺ δ ̓ εἰς λιπαρὴν Θάσον ἐλθεῖν ἠπείγεν κοίλης ἔμπορος ἐκ Συρίης, έμπορος, ὦ Κλεόνικε ̇ δύσιν δ ̓ ὑπὸ Πλειάδος αὐτήν ποντοπορῶν αὐτῇ Πλειάδι συγκατέδυς. Χ. ἡμῖν τοῦτο θεαὶ κεχαρισμένον ἐννέα πάσαις τὤγαλμα Ξενοκλῆς θῆκε τὸ μαρμάρινον, μουσικός· οὐχ ἑτέρως τις ἐρεῖ. σοφίῃ δ ̓ ἐπὶ τῇδε αἶνον ἔχων Μουσέων οὐκ ἐπιλανθάνεται. X. Auf ein von Xenokles den Musen geweihetes Denkmal. *ΧΙ. Εὐσθένεος τὸ μνῆμα φυσιγνώμων ὁ σοφιστής, δεινὸς ἀπ ̓ ὀφθαλμοῦ καὶ τὸ νόημα μαθεῖν. εὖ μιν ἔθαψαν ἑταῖροι ἐπὶ ξείνης ξένον ὄντα· χὑμνοθέτης αὐτοῖς δαιμονίως φίλος ἦν. πάντων ὧν ἐπέοικεν ἔχει τεθνεὼς ὁ σοφιστής. καίπερ ἄκικυς ἐὼν εἶχ ̓ ἄρα κηδεμόνας. XI. Grabschrift des Physiognom Eusthenes. Hermann in d. Wiener Jahrbb. 1848 p. 227 sagt: dieses XII. 5 5 Epigramm bedarf erst einer genauen kann. Δημομέλης δ' χορηγός, ὁ τὸν τρίποδ', ώ Διόνυσε, 5 καὶ σὲ τὸν ἥδιστον θεῶν μακάρων ἀναθείς, μέτριος ἦν ἐν πᾶσι, χορῷ δ ̓ ἐκτήσατο νίκην ἀνδρῶν, καὶ τὸ καλὸν καὶ τὸ προσῆκον ὁρῶν. XII. Demomeles weihet dem Bacchus einen Dreifuss und eine Statue. 2. θεῶν ist hier einsilbig zu lesen wie z. B. Theogn. 202 αὖθις ἔγεντο κακόν, θεῶν δ ̓ ὑπερέσχε νόος. 3. μέτριος, homo erat modestus. S. meine Anm. zu Arist. Eth. Eud. 4, 12 p. 120. Theokr. 30, 3. XIII. Ἡ Κύπρις οὐ πάνδημος. ἱλάσκει τὴν θεὸν εἰπών XIII. Auf eine Statue der Aphrodite Urania. |