Billeder på siden
PDF
ePub

45

66

Σφίγγετ ̓ ἀμαλλοδέται τὰ δράγματα, μὴ παριών τις εἴποι·,σύκινοι ἄνδρες, ἀπώλετο χοὗτος ὁ μισθός. Ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος ἁ τομὰ ὑμιν ἢ ζέφυρον βλεπέτω· πιαίνεται ὁ στάχυς οὑτῶς. Σῖτον ἀλοιῶντας φεύγειν τὸ μεσαμβρινὸν ὑπνῶν· ἐκ καλάμας ἄχυρον τελέθει τημόσδε μάλιστα. ̓́Αρχεσθαι δ ̓ ἀμῶντας ἐγειρομένω κορυδαλλῶ, καὶ λήγειν εὕδοντος, ἐλινῦσαι δὲ τὸ καῦμα. Εὐκτὸς ὁ τῶ βατράχω παῖδες βίος· οὐ μελεδαίνει τὸν τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα· πάρεστι γὰρ ἄφθονον αὐτῷ. Κάλλιον ὤπιμελητὰ φιλάργυρε τὸν φακὸν ἔψειν· 55 μἠπιτάμῃς τὰν χεῖρα καταπρίων τὸ κύμινον.

50

(Ὠιδή.)

Δάματερ πολύκαρπε πολύσταχυ, τοῦτο τὸ λᾷον
εὔεργόν τ ̓ εἴη καὶ κάρπιμον ὅττι μάλιστα.

[blocks in formation]

46. βορέαν Γ. ὑμιν] ύμμιν Call., ὔμμιν vulg., ἄμμιν D. Q., ἀμὶν Θ.

47. οὑτῶς] D5 Eustath., y1 w1 Q5, οὕτως Μ5 sup. οὔτρως M. pr.

9

48. ἀλοιῶντας] k. a. corr. p. 9. 6. 9. D. Q. Y. ICall, ἁλοιῶντας pl va ἁλοῦντας p“, ἀλοιῶντες a. pr. L. M. Ald. Iunt. Call., ἁλοιῶντες Med., ἀλύοντες Schlum. φεύγειν] k. at p. s. 6. 9. 1)5 M5. Q. Y. Antt. SchHom., φεύγει a? s. pr. L. τὸν μεσαμβρινὸν k. p. D. Q. lCall., τὸν μεσημβρινὸν v., μεταμβρινὸν sine art. SchHom.

sec.

[ocr errors]

οὕτως
vulg.,

45

50

55

ὑπνῶν] ὕπνον 9. sec. vulg., ὕπνος a. s. 6. 9. pr., cf. Scholl. 49. καλάμης a. Y. Antt. ante Comm. τημόσδε] (κ.) Call., τημός δε Iunt., τῆμος δὲ a. p. 6. 9. D. L.

M5. Q. Y. Med. Ald.

ἄρχεσθαι "a. corr. g. (ubi t sec.) 9.
50. ἄρχεσθαι δ'] k. p. v. vulg.,
L.Y. Med. Ald., ἄρχεσθε a. pr.,
ἄρχεσθ' 6.
ἀμῶντας] k. a. p.
s. (άμ sec.) v. 6. 9. vulg., ἀμῶντες
L.M. Malim ἀμῶντας δ ̓ ἄρ-
χεσθαι.

51. λήγην L5 pr., λήγῃν L5 sec. ἐλινῦσαι] k. a. p24 v 9. D. M., ἐλινύσαι p v1 Q., ἐλίνυσε Ε.Μ., ἐλιννῦσαι vulg. 53. τὸν om. Q. πιῆν L. ἐγχεῦντα] γ. Steph. vulg., ἐκχεῦντα k. a. p. 6. D. M. Q. Antt. 54. τὼς φάκος Med. Ald. Call. ἔψειν StV., ἑψεῖν StA. sec. rec. Stvulg. et SchArist., ἑλεῖν StTrinc,, ἕψην Ι5, ἑψῆν k. StA. pr.

55. μἠπιτάμῃς] μὴ ἐπιτάμῃς

TESTIMM. 47. Eustath. 630, 29.

πιαίνεται ὁ στ. οὑτῶς s. n.,

de accentu Dorico diserte testatus. 48. Scholl. Vict. II. γ, 323. οἱ τὸ ἀλύοντες φεύγειν μεταμβρινὸν ὕπνον. 51. EtM. 330, 53. ἐλίνυσε δὲ τὸ καῦμα. 51. 55. Stob. Flor. XVI, 9. (om. L., τὸ φακὸν V. Τrinc.) 54. Scholl. rec. Arist. Plut. 192.

[ocr errors]

Ταῦτα χρὴ μοχθεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν,
τὸν δὲ τεὸν βουκαῖε πρέπει λυμηρὸν ἔρωτα
μυθίσδεν τᾷ ματρὶ κατ ̓ εὐνὰν ὀρθρευοίσᾳ.

Κύ

Οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο
Νικία οὔτ ̓ ἔγχριστον, ἐμὶν δοκεῖ, οὐδ ̓ ἐπίπαστον,
ἢ ταὶ Πιερίδες· κοῦφον δέ τι τοῦτο καὶ ἁδύ
γίνετ ̓ ἐπ ̓ ἀνθρώπως, εὑρεῖν δ ̓ οὐ ῥᾴδιόν ἐστι.
γινώσκειν δ ̓ οἶμαί τυ καλῶς ἰατρὸν ἐόντα
καὶ ταῖς ἐννέα δὴ πεφιλημένον ἔξοχα Μοίσαις.
οὕτω γῶν ῥάϊστα διᾶγ ̓ ὁ Κύκλωψ ὁ παρ ̓ ἁμίν,

[ocr errors]

vulg., μὴ πιτάμης Αld., μή τι τά-
μης k. D. corr. Q., μή τοι τάμῃς
p. D. pr. τὰν] Q Call. Stob.,
τὴν k. a. p. 6. 9. D5 L M
Med. Ald. Iunt. διαπρίων B. corr.
et Stob.

Y.

[ocr errors]

Idyll. XI.

[ocr errors]
[ocr errors]

56. ἀείδειν] k. β. Y., ἀείδην a., ἀήδην L5, ἀείδεν v. vulg., ἀείδεν Call. et tac. Ziegl.

57. λυμηρὸν] D. M. Call., λυμερὸν pi, λιμηρὸν Q. (superscr. υπ). Iunt. ICall. vulg., λιμαρὸν k2, λοιμηρὸν Med. Ald., λέμνον vl

58. εὐνὴν k. p. 9. M. · ὀρθρευοίσῃ k., οίση D., ὀρθενοίση p. Dc mg., ὀρθενοίσᾳ 6', ὀρθεύοισα

62. Y.

-

Iunt.

Libri: k. a. p. s.* v.* 6. 9. 16.* D. L. M. Q. Y. Med. Ald. Iunt. Call. Κύκλωψ] vulg. et Max. Plan., Κύκλωψ καὶ Γαλάτεια η SchCall., Κ. ἣ Γαλ— p. Hypoth. 1. πεφύκη k. a. 9. L., πέφυκε cum v. I. πεφύκει Q.

2. quoì a. L. M. Antt. ante Comm.

οὐδ ̓] a. 9. L. Med. Ald. Call., οὔτ ̓ vulg. ἐπίπιστον s. L. pr. Y., ἐπίτιστον 4., ἐπίπλαστον D. pr., fort. οὐδέ τι πιστόν, cf. Scholl.

4. ἀνθρώπως] ἀνθρώποις vulg., ἀνθρώπους a. p. v. 9. D. L. M. Q.

εὑρεῖν] k. P . v. 6. 9. D5. L5. sec. Μ. Q. Y., εὑρῆν (a.) Med. Ald. Call., εὑρῇν Iunt., εὑρῶν L5 pr. ἐστι] (κ. 6.) L5. Y. Ald. Iunt. Call., ῥᾴδιον ἐστὶ Med., ἐστιν a. 9., ἐντι p*, ἐντὶ ρ26 D5 M5. Q5, ἔντι pl. v.

5.͵ γινώσκειν k. p. 6. 9. D. M. Y., γινώσκει Q., γιγνώσκειν v., γινώσκην a., γινώσκην L., γινώσκεν Med. Ald. Iunt., γινωσκεν Call.

6. πεφιλημένον] v., πεφιλμένον L5 pr., πεφιλαμένον L. sec. vulg. μώσαις 6.

[ocr errors]

y

7. γῶν] γοῦν lCall. Mor. vulg., οὖν Antt. ῥᾷστα 6. 9., ῥᾶστα v., ῥᾷστον Μ. διῆγ ̓ 6. Υ., διάγων Μ. ἁμίν] ἡμῖν k. p* M* Q5, ἀμῖν pl, ἀμμὶν D5, ἡμῖν (a. 6. 9.) L5 Y. Antt.

[ocr errors]

5

IMITT, 1-3] Long. II, c. 4. ἔρωτος γὰρ οὐδὲν φάρμακον, οὐ πινό μενον, οὐκ ἐσθιόμενον, οὐκ ἐν ᾠδαῖς λαλούμενον, ὅτι μὴ φίλημα καὶ περιπλοκή. Nic. Eug. IV, 377. ἔρωτος οὐδὲν ἄλλο φάρμακον ξένον· | ᾠδὴ δέ τις καὶ μοῦσα παῦλα τῶν πόνων.

BUCOLICI GR. I.

6

10

15

--

ὥρχαῖος Πολύφαμος, ὅκ ̓ ἤρατο τᾶς Γαλατείας,
ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε.
ἤρατο δ ̓ οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ οὐδὲ κικίννοις,
ἀλλ ̓ ὀρθαῖς μανίαις, ἁγεῖτο δὲ πάντα πάρεργα.
πολλάκι ταὶ ὄϊες ποτὶ τωὐλίον αὐταὶ ἀπῆνθον
χλωρᾶς ἐκ βοτάνας· ὃ δὲ τὰν Γαλάτειαν ἀείδων
αὐτεῖ ἐπ ̓ ἀϊόνος κατετάκετο φυκιοέσσας
ἐξ ἀοῦς, ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος.
ἀλλὰ τὸ φάρμακον εὗρε, καθεζόμενος δ ̓ ἐπὶ πέτρας 17
ὑψηλᾶς ἐς πόντον ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα.

15

Κύπριδος ἐκ μεγάλας τό οἱ ἥπατι πᾶξε βέλεμνον.

8. ἀρχαῖος p2 D. (ώρχ— Da)

ὅτ’L. Antt. ante Mor.

[ocr errors]

9. ἀρτιγενειάσδων Ald. Iunt., γενειάζων D5 (corr. Da)

Zieglerus, οὐ μάλοις͵ οὐδὲ ῥόδοις 10. οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ] k. p. v. D. Q., οὐ μάλοις οὐδ ̓ αὖ ῥόδῳ s. 6. 9. 16. Υ., οὐ μάλοις οὐδ ̓ αὖ ῥόδοις a. L., οὔτε ῥόδοις οὐ μάλοις Μ5, οὔτι ῥόδοις οὐ μάλοις

Antt.

πριος. ninívvois] a. p. s. v. 6. pr. D. L. Q., κικκίνοις k., κικίνοις 6. corr. (9.) Mā Y. Antt.

11. ὀρθαῖς] k. Dc mg. Iunt., cf. τεταμέναις SchLP., ὀλοαῖς D. L vulg. ἁγῆτο Κ., ἡγεῖτο p. 6. Υ. 12. τέτ ̓ ὄϊες Q. τωὐλίον] Μ5· Vat., τωὔλιον a. 9. ICall., ταΰλιον Q5 Υ5 vulg., τ ̓ αὐλίον Iunt., fort. ταὐλία, cf. SchN. πρὸς τὰ

[ocr errors]

-

σταθμά. – αὐταί τ ̓ k? γ', αὐταίτε v2. ἀπῆλθον 6. D. (corr. Da.) Y. 14. αὐτεὶ] coni. Heinsius, αὐτῶ v. Q. pro v. l. et vulg., αὐτοῦ k. s. Β. y. Antt. ante Comn. 6. 9. D. corr. Ya Iunt., αὐτὸς D.

pr. M. Q. Y

φυκιοέσσης a. 6.

[16.] Κύπριδος] k. p. s. v. 6. 9. 16. D. L. M. Q. Y., Κύπριος (a.) 4. Antt., cf. GIL. Ἰωνικῶς τὸ Κύἓκ] ἐκ vulg. τό οἱ] k. a. s. pr. 9. D. L. M. Q. Antt., ἥ οἱ p. s. corr. 6. 16. D* Q. γρ., ... Οι lacuna relicta Y5 πῆξε k. In Med. Ald. post μεγάλας comma est, in Call. punctum, in Iunt. punctum post ἕλκος. Versum suadentibus SchGen. ut spurium eieci. 16. καθεζόμενος ἐπὶ corr. γὰρ

ἐπὶ Μ.

17. τοιαῦτ ̓ ἤειδεν Med. Ald.

[ocr errors]
[ocr errors]

10

TESTIMM. 17. Hephaest. p. 10. (Turn. P. εἰς) et Choerob. ad Theod. 143, 23.

16

IMITT. 10] Long. III, c. 17. ἄνδρα ποιήσεταί τινα ἐπὶ μήλοις ἢ ῥόδοις. 12] Virg. Ecl. IV, 21. ipsae lacte domum referent distenta capellae | ubera. 15-17] Nonn. Dion. XLII, 172. ἔνδοθι πέσσων | κρυπτὸν ἀκοιμήτων ὑποκάρδιον ἕλκος ἐρώτων. Id. XV, 243. ὑποκάρδιον ἕλκος ἐρώτων. Bion. I, 15. ποτικάρδιον ἕλκος. Nic. Eug. IV, 379. βεβλημένος γὰρ καὶ Πολύφημος πάλαι | τὸ στέρνον ἐξ Ἔρωτος ἀνδροτοξότου, | πλατὺ τρέφων τὸ φίλτρον ὡς Νηρηΐδα, ] ἐφεῦρεν οὐδὲν ἄλλο φάρμακον νόσου, | ᾠδὴν δὲ καὶ σύριγγα καὶ θέλγον μέλος, | καὶ πέτραν ἕδραν τῇ θαλάττῃ προσβλέπων. Ovid. Met. XIII, 778. prominet in pontum collis huc serus ascendit Cyclops mediusque resedit.

20

25

(Ὠιδή.)

α' Ω λευκὰ Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ ̓ ἀποβάλλῃ
μόσχω γαυροτέρα, σφηλωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς,
φοιτῇς δ ̓ αὖθ ̓ οὑτῶς, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με,
οἴχῃ δ ̓ εὐθὺς ἰοῖσ ̓, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ με,
φεύγεις δ ̓ ὥσπερ ὄϊς πολιὸν λύκον ἀθρήσασα;
α' Ἠράσθην μὲν ἔγωγα τεοῦς κόρα, ἁνίκα πρᾶτον
ἦνθες ἐμᾷ σὺν ματρὶ θέλοισ ̓ ὑακίνθινα φύλλα
ἐξ ὄρεος δρέψασθαι, ἐγὼ δ ̓ ὁδὸν ἁγεμόνευον.
παύσασθαι δ ̓ ἐσιδών τυ καὶ ὕστερον οὐδ ̓ ἔτι πᾳ νῦν

πα

λευκοτέρα πακτᾶς ποτιδεῖν, ἁπαλωτέρα ἀρνός,

18. Fort. φιλέοντα προβάλλῃ. Interrogationis signum, quod Stephanus cum Eob. Hesso ct Wins. in f. v. posuerat (in Antt. comma est), cum Beckio in finem versus 22. [24.] removi.

[20.] ποτιδῆν k. a. 9. 1.,-, ἀρνὸς] s. 6. 9., Y. Iunt., δ ̓ ἀρνὸς vulg. — ἀρνὸς ἀώρου να, λ. πακτᾶς ἁπ— δ ̓ ἀρνὸς ἀώρου v2 credo, et h. Versum, quem Philostratus non invenerat, spurium iudicavi. 19. σφηλωτέρα] φιαλωτέρα D. pr. M. corr. Δ. Β. Κ., φιλαιτέρα p., φιαρωτέρα Da M. pr. ICall. vulg., φριαρωτέρα D. corr. rec., σφριγανοτέρα Call., cf. σκληροτέρα SchCall., στρυφνοτέρα SchL., δριμυτέρα GIM., acrior Div. ὠμῆς p. D. (corr. Dr.) Med. Ald. Iunt.

20. οὑτῶ ς] Ziegl. tac. cum Wint., οὕτως pl Q., οὕτως D5 vulg. ὅκα p. ἔχει 9. Μ. Υ. in p. post sequentem legitur. 21. Zoo'] Cant., locoa Dc. M.

Versus

---

[ocr errors]
[ocr errors]

25. ἁγεμόνευον] 9. w. Μ, ἡγεμόνευον D. L5 Q5 Y. vulg.

vulg., οὐδέ τί Ziegl. tac. cum Kiessl. 26. οὐδ ̓ ἔτι] D5· Q., οὐδέτι Antt. πᾳ νῦ ν] Ameis., πα νῦν c. K.

Q5 ΥĀ vulg., om. p. ὅκκα] k. a. p. v L. Q. Cant, ὄκκα γ ́, ὅκα Dc. M. vulg. omissum supplevit Dc Versum in D. pr. 23. ἀράσθην p. 9. ἔγωγα τεῶς p', ἔγωγ ̓ ἐτεῶς p, ἔγωγ τεοῦς] a. 9., ἔγωγε τεοῦς Κ., ἔγωγε ἑτερῶς pá s, ἔγωγ ̓ ἐτεω .. duabus literis ante κόρα erasis D5, ἔγωγα τεοῦ

V.,

ἔγωγε τεῦ cum γρ. ἔγω τ ̓ ἐτεῶς ἢ ἔγωγε τεῶς Qr, ἔγωγε τοῦ ὦ 6, Υ., ἔγωγ ̓ ἐτεῦ ὦ Da, ἔγωγέ τευ ὦ Iunt., ἐγὼ τεῦ Μ., ἔγωγε κόρα κόρα L., ἔγωγε κόρα τεῦ Med. Ald. Call.

πρῶτον k. a. p. D. (corr. Db) Υ. Antt. ante Mor. 24. quoi v.

00

4.

Μ., πα νῦν Da, τα νῦν p14 9. D5, τανῦν Q., τὰ νῦν p

IMITT. 18] Nic. Eug. III, 313. τί τὸν φιλέοντ ̓ ἀποβάλλῃ; 18. 19] Philostr. Imagg. II, c. 18. ἔστι δὲ αὐτῷ (Polyphemo) ποιμενικὸν ᾆσμα, ὡς λευκή τε εἴη καὶ γαῦρος καὶ ἡδίων ὄμφακος. Virg. Εcl. VII, 37. Nerine Galatea, thymo mihi dulcior Hyblae, | candidior cycnis, hedera formosior alba. dior nivei folio, Galatea ligustri — | splendidior vitro, tenero lascivior Ovid. Met. XIII, 789. candihaedo — | lucidior glacie, matura dulcior uva, | mollior et cygni plumis et lacte coacto saevior indomitis eadem Galatea iuvencis. Virg. Ecl. VIII, 37. sepibus in nostris parvam te roscida mala | (dux 23-25] ego vester eram) vidi cum matre legentem.

83

[blocks in formation]

ἐκ τήνω δύναμαι· τὶν δ ̓ οὐ μέλει, οὐ μὰ Δί' οὐδέν. β ́ Γινώσκω χαρίεσσα κόρα, τίνος ὧνεκα φεύγεις· ὧνεκά μοι λασία μὲν ὀφοῦς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ 30 ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ θῶτερον ως μία μακρά,

εἷς δ ̓ ὀφθαλμὸς ὕπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει. β' ̓Αλλ ̓ οὗτος τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω,

κὐκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω· τυρὸς δ ̓ οὐ λείπει μ ̓ οὔτ ̓ ἐν θέρει οὔτ ̓ ἐν ὀπώρᾳ, 35 οὐ χειμῶνος ἄκρω· ταρσοὶ δ ̓ ὑπεραχθέες αἰεί. β ́ Συρίσδεν δ ̓ ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων, τὶν τὸ φίλον μελίμαλον ἁμᾷ κἠμαυτὸν ἀείδων πολλάκι νυκτὸς ἀωρί. τράφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς

27. δ ̓ οὐδὲν μέλει μὰ δί οὐδέν Q., οὐ μὰ Med. Call.

28. γιγνώσκω k. κόρη v. Υ. – ὧνεκά] k., οὕνεκα vulg.

29. ☎vena] ovvɛna k. vulg. μὲν λασία pro μοι λ. μὲν Κ. ὀφρῦς] Iunt. SchHom., ὀφρὺς pl Med. Aid. Call. et vulgo post Brunck. 30. θάτερον p. s. v. 6. D. (θώτ Db) Q. Y., θ ̓ ἕτερον 13., θάτερον os p1, os p1. v. 6. 9. M. Y. 31. s v1. L3, s Y., s a. s. v2. 16.

M5.

ὑπεστι] coni. Wartonus praeeunte Winsemio, qui subest, et addicente, Philostrati imitatione, ἔπεστι vulg., ἔπεστιν L. - χείλη 6. sec.

M. Call.

32 ovtos] k. 9. D. M. Serv.,

-

30

35

40

οὕτως p. v. Q., ωὑτὸς a. s. vulg.,
ωὐτὸς Antt., ὡύτως 6.
33. καὶ D (κἠκ D:) ἀμελ-
γόμενον Med. Call.
34. όπώρα] k. p. v., ὁπώρῃ
vulg.

35. ἄκρῳ κ. 6. Ald. Iunt., ἄκμη Db. marg.

ἐπί

30. τυρίσδεν s. 6. 16. Y. σταται Q.

37. μελίμαλον] scripsi secundum scholion 2 Geelio correctum, μοι μᾶλον p. Purn., μοι μᾶλλον C., γλυκύμαλον vulg. ἁμῷ] Ziegl., άua k. a. D. Q. Iunt. Call., qua p. 6. 9. vulg., ἁμῶ ν., κἠμαυτὸν ἀείδων ἁμᾶ 2 L. corr. (pr. ὡμαυτὸν), κἠμαυτὸν ἅμ ̓ ἀείδων Med. Ald. 38. τράφω] Τ., τρέφω vulg.

TESTIMM. 29. Scholl. Harl. Od. a, 69. in Ann. Pariss. III. p. 417. (πλατεία pro λασία). 29. 30. Eustath. 1392, 35. Θ. φησίν, ὅτι τῷ Κύκλωπι ἕνα ἔχοντι͵ γλυκὺν ὀφθαλμόν, ᾧ ἑώρα (cf. Id. VI, 22.), ὀφρὺς μία ἐξ ἑτέρου ὠτὸς εἰς ἕτερον τέταται, 1622, 50. μίαν ὀφρῦν τετάσθαι αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὠτὸς εἰς θάτερον. 32. Serv. ad Ecl. II, 21. οὗτος – βόσκω. 34. Serv. ad Ecl. II, 23.

-

IMITT. 29] Virg. Εcl. VIII, 34. hirsutumque supercilium (tibi est odio.) 29-31] Philostr. 1. 1. μίαν ὑπερτείνων ὀφρὺν τοῦ ὀφθαλμοῦ ἑνὸς ὄντος, πλατείᾳ δὲ τῇ ῥινὶ ἐπιβαίνων τοῦ χείλους. – Herod. ap. Philostr. Vit. Soph. p. 552. τῶν ὀφρύων λασίως ἔχειν, ἃς καὶ ξυμβάλλειν ἀλλήλαις οἷον μίαν. 31] Ovid. Met. XIII, 851. unum est in media lumen mihi fronte. 32—35] Virg. Εcl. II, 21. mille meae Siculis errant in montibus agnae; lac mihi non aestate novum, non frigore defit. Ovid. 1. 1. 829. lac mihi semper adest niveum: pars inde bibenda | servatur; partem liquefacta coagula durant. Nic. Eug. VI, 481. καὶ τυρὸν ἐν χειμῶνι καὶ καιρῷ θέρους. 38. 39] Philostr. 1. 1. ᾄδει ὡς νεβροὺς τῇ Γαλατείᾳ σκυμνεύει καὶ ἄρκτους.

« ForrigeFortsæt »