Billeder på siden
PDF
ePub

45

50

50

(Ωιδή.)

Δάματερ πολύκαρπε πολύσταχυ, τοῦτο τὸ λᾷον
εὐεργόν τ ̓ εἴη καὶ κάρπιμον ὅττι μάλιστα.

66

Σφίγγετ ̓ ἀμαλλοδέται τὰ δράγματα, μὴ παριών τις
εἴποι·„σύκινοι ἄνδρες, ἀπώλετο χοὗτος ὁ μισθός. 45
Ἐς βορέην ἄνεμον τᾶς κόρθυος & τομὰ ὑμιν

ἢ ζέφυρον βλεπέτω· πιαίνεται ὁ στάχυς οὑτῶς.
Σίτον ἀλοιῶντας φεύγειν τὸ μεσαμβρινὸν ὑπνῶν·
ἐκ καλάμας ἄχυρον τελέθει τημόσδε μάλιστα.
Αρχεσθαι δ ̓ ἀμῶντας ἐγειρομένω κορυδαλλῶ,
καὶ λήγειν εὕδοντος, ἐλινῦσαι δὲ τὸ καῦμα.
Εὐκτὸς ὁ τῶ βατράχω παῖδες βίος· οὐ μελεδαίνει
τὸν τὸ πιεῖν ἐγχεῦντα· πάρεστι γὰρ ἄφθονον αὐτῷ.
Κάλλιον ἐπιμελητὰ φιλάργυρε τὸν φακὸν ἔψειν·
55 μήπιτάμῃς τὴν χεῖρα καταπρίων τὸ κύμινον.

[merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small]

47. οὑτῶς] Ds Eustath., οὕτως γι. w1. (5, οὕτως Ms. sup. vulg., οὕτρως Μ. pr.

[ocr errors]

48. ἀλοιῶντας] k. a. corr. p. s. 6. 9. D. Q. Y. Call., ἁλοιῶντας pl. ya. ἁλοῦντας μας, ἀλοιῶντες a. pr. L. M. Ald. Iunt. Call., άλοιῶντες Med., ἀλύοντες SchHom. φεύγειν] k. a. p. s. sec. 6. 9. 15. Μ. Q. Y. Antt. SchHom., φεύγει a. s. pr. L. τὸν μεσαμβρινόν k. p. D. Q. Call., τὸν μεσημβρινὸν ν., μεταμβρινόν sine art. SchHom.

50

55

ὑπνῶν] ὕπνον 9. sec. vulg., ὕπνος a. s. 6. 9. pr., cf. Scholl. 49. καλάμης a. Y. Antt, ante Comm. τημόσδε] (κ.) Call., τημός δε Iunt., τῆμος δὲ a. p. 6. 9. D. L. M. Q. Y. Med. Ald.

ἄρχεσθαι a. corr. s. (ubi sec.) 9. 50. ἄρχεσθαι δ'] k. p. v. vulg.,

L. Y. Med. Ald., ἄρχεσθε a. pr., ἄρχεσθ' 6. ἀμῶντας] k. a. p. s. (άμ sec.) v. 6. 9. vulg., ἀμῶντες L. M. Malim ἀμῶντας δ ̓ ἄρ χεσθαι.

[ocr errors]

51. λήγην L5 pr., λήγην L. sec. ἐλινῦσαι] k. a. p. 4. v. 9. D. M., ἐλινύσαι μι. νι. Q., ἐλίνυσε ΕιΜ., ἐλιννῦσαι vulg.

53. τὸν om. Q. πιῆν L. ἐγχεῦντα] γ* Steph. vulg., ἐκχεῦντα k. a. p. 6. D. M. Q. Antt.

54. τως φάκος Med. Ald. Call. ἔψειν SIV., ἑψεῖν StA. sec. rec. Stvulg. et SchArist., ἑλεῖν StTrine., ἕψην Ι5, ἑψῆν k. StA. pr.

55. μήπιτάμῃς] μὴ πιτάμης

TESTIMM. 47. Eustath. 630, 29. πιαίνεται ὁ στ. οὑτῶς s. n., de accentu Dorico diserte testatus. 48. Scholl. Vict. Il. γ, 323. οἱ τὸ ἀλύοντες φεύγειν μεταμβρινόν ὕπνον.

53. ἐλίνυσε δὲ τὸ καῦμα.

51. EtM. 330,

54. 55. Stob. Flor. XVI, 9. (om. L.,

τὸ φακὸν V. Trinc.) 54. Scholl. rec. Arist. Plut. 192.

Ταῦτα χρὴ μοχθεῦντας ἐν ἁλίῳ ἄνδρας ἀείδειν,
τὸν δὲ τεὸν βουκαῖε πρέπει λυπηρὸν ἔρωτα
μυθίσδεν τῷ ματρὶ κατ ̓ εὐνὰν ὀρθρευοίσα.

5

Idyll. XI.

Κ ύ κ λ ω ψ.

Οὐδὲν πὸτ τὸν ἔρωτα πεφύκει φάρμακον ἄλλο
Νικία οὔτ ̓ ἔγχριστον, ἐμὶν δοκεῖ, οὐδ ̓ ἐπίπαστον,
ἢ ταὶ Πιερίδες· κοῦφον δέ τι τοῦτο καὶ ἁδύ
γίνετ ̓ ἐπ ̓ ἀνθρώπως, εὑρεῖν δ ̓ οὐ ῥᾴδιόν ἐστι.
γινώσκειν δ ̓ οἶμαί τυ καλῶς ἰατρὸν ἐόντα
καὶ ταῖς ἐννέα δὴ πεφιλημένον ἔξοχα Μοίσαις.
οὕτω γῶν ῥάϊστα διαγ ̓ ὁ Κύκλωψ ὁ παρ ̓ ἁμίν,

vulg., μὴ πιτάμης Αld., μή τι τάμης k. D. corr. Q., μή τοι τάμῃς p. D. pr. τὰν] Qs Call. Stob., τὴν k. a. p. 6. 9. D. L. M. Y. Med. Ald. Iunt. - διαπρίων Β. corr. et Stob.

56. ἀείδειν] κ. 6. Υ., ἀείδην a., ἀῄδην L, ἀείδεν v. vulg., ἀείδεν Call. et tac. Ziegl

57. λυμηρὸν] D. M. Call., λυμερόν p, λιμηρόν Q. (superscr. υπ). Iunt. Call. vulg., λιμαρὸν k, λοιμηρὸν Med. Ald., λέμνον γι 58. εὐνὴν κ. ρ. 9. Μ. - όρθρουp. M. οίσῃ Κ., οίση D., ὀρθενοίση p. De mg., ὀρθευοίσα (*, ὀρθεύοισα

62. Υ.

Libri: k. a. p. s.* ν.* 6. 9. 16.* D. L. M. Q. Y. Med. Ald. Iunt. Call. Κύκλωψ] vulg. et Max. Plan., Κύκλωψ καὶ Γαλάτεια 25. Iunt. SchCall., Κ. ἢ Γαλ— p. Hypoth.

1. πεφύκη k. a. 9. L., πέφυκε cum v. 1. πεφύκει 0.

2. ἐμοὶ a. L. M. Antt. ante Comm.

5

οὐδ'] a. 9. L. Med. Ald. Call., οὔτ ̓ vulg. ἐπίπιστον s. L. pr. Y., ἐπίτιστον 4., ἐπίπλαστον D. pr., fort. οὐδέ τι πιστόν, cf. Scholl. 4. ἀνθρώπως] ἀνθρώποις vulg., ἀνθρώπους a. p. v. 9. D. L. M. Q.

ε v qɛìv] k. p. v. 6. 9. D5. L5. sec. M. Q. Y., εὑρῆν (a. Med. Ald. Call., εὑρην Iunt., εὑρῶν L. pr. ἐστι] (k. 6.) L. Y. Ald. Iunt. Call., ῥάδιον ἐστὶ Med., ἐστιν a. 9., ἐντι p, ἐντὶ ρ26. D. ΜS. Q, ἔντι p' γι

5. γινώσκειν k. p. 6. 9. D. M. Y., γινώσκει Q., γιγνώσκειν ν., γινώσκην a., γινώσκην L., γινώσκεν Med. Ald. Iunt., γινωσκεν Call.

6. πεφιλημένον] ν., πεφιλμέτον L. pr., πεφιλαμένον L. sec. vulg. μώσαις 6.

[blocks in formation]

IMITT, 1-3] Long. II, c. 4. ἔρωτος γὰρ οὐδὲν φάρμακον, οὐ πινό μενον, οὐκ ἐσθιόμενον, οὐκ ἐν ᾠδαῖς λαλούμενον, ὅτι μὴ φίλημα καὶ περιπλοκή. Nic. Eug. IV, 377. ἔρωτος οὐδὲν ἄλλο φάρμακον ξέ νον· | ᾠδὴ δέ τις καὶ μοῦσα παῦλα τῶν πόνων.

[ocr errors]

BUCOLICI GR. I.

6

10

ὥρχαῖος Πολύφαμος, ὅκ ̓ ἤρατο τᾶς Γαλατείας,
ἄρτι γενειάσδων περὶ τὸ στόμα τὼς κροτάφως τε.
ἤρατο δ ̓ οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ οὐδὲ κικίννοις,
ἀλλ ̓ ὀρθαῖς μανίαις, ἡγεῖτο δὲ πάντα πάρεργα.
πολλάκι ταὶ ὄτες ποτὶ τωὐλίον αὐταὶ ἀπῆνθον
χλωρᾶς ἐκ βοτάνας· ὃ δὲ τὰν Γαλάτειαν ἀείδων
αὐτεῖ ἐπ ̓ ἀϊόνος κατετάκετο φυκιοέσσας

15

ἐξ ἀοῦς, ἔχθιστον ἔχων ὑποκάρδιον ἕλκος.

ἀλλὰ τὸ φάρμακον εὗρε, καθεζόμενος δ ̓ ἐπὶ πέτρας
ὑψηλᾶς ἐς πόντον ὁρῶν ἄειδε τοιαῦτα.

Κύπριδος εκ μεγάλας τό οἱ ἥπατι πᾶξε βέλεμνον.

8. ἀρχαῖος 1.2 D. (ώρα Da) ὅτ' L. Antt. ante Mor.

9. ἀρτιγενειάσδων Ald. Iunt., γενειάζων D. (corr. Da)

10. οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδῳ] Zieglerus, οὐ μάλοις οὐδὲ ῥόδοις κ., ρ. v. D. Q., οὐ μάλοις οὐδ ̓ αὖ ῥόδω ς. 6. 9. 16. Υ., οὐ μάλοις οὐδ ̓ αὖ ῥόδοις a. L., οὔτε ῥόδοις οὐ μάλοις Μ5·, οὔτι ῥόδοις οὐ μάλοις nixívvois] a. p. s. v. 6. pr. D. L. Q., κικκίνοις k., κικίνοις 6. corr. (9.) M5. Y. Antt.

Antt.

[ocr errors][merged small][merged small]

10

15

17

16

[blocks in formation]

9. Y. Antt. ante Comm.

οἱ

Ρ. s.

[16.] Κύπριδος] k. p. s. v. 6. 9. 16. D. L. M. Q. Υ., Κύπριος (a.) 4. Antt., cf. GIL. Ἰωνικῶς τὸ Κύτό οἱ] ἓκ] ἐκ vulg. πριος. k. a. s. pr. 9. D. L. M. Q. Antt., ἦ corr. 6. 16. Da. Q. γρ., . O lacuna relicta Y5 πῆξε κ. In Med. Ald. post μεγάλας comma est, in Call. punctum, in Iunt. punctum post ἕλκος. Versum suadentibus SchGen. ut spurium eieci. 16. καθεζόμενος ἐπὶ corr. γὰρ

...

ἐπὶ Μ.

17. τοιαῦτ ̓ ἤειδεν Med. Ald.

TESTIMM. 17. Hephaest. p. 10. (Turn. P. sis) et Choerob. ad Theod. 143, 23.

IMITT. 10] Long. III, c. 17. ἄνδρα ποιήσεταί τινα ἐπὶ μήλοις ἢ ῥόδοις. 12] Virg. Ecl. IV, 21. ipsae lacte domum referent distenta capellae | ubera. 1517] Nonn. Dion. XLII, 172. ἔνδοθι πέσσων | κρυπτὸν ἀκοιμήτων ὑποκάρδιον ἕλκος ἐρώτων. Id. XV, 243. ὑποκάρ διον ἕλκος ἐρώτων. Bion. I, 15. ποτικάρδιον ἕλκος. Nic. Eug. IV, 379. βεβλημένος γὰρ καὶ Πολύφημος πάλαι | τὸ στέρνον ἐξ Ἔρωτος ἀνδροτοξότου, | πλατύ τρέφων τὸ φίλτρον ὡς Νηρηΐδα, | ἐφευρεν οὐδὲν ἄλλο φάρμακον νόσου, ᾠδὴν δὲ καὶ σύριγγα καὶ θέλγον μέλος, | καὶ πέτραν ἕδραν τῇ θαλάττῃ προσβλέπων. Ovid. Met. XIII, 778. prominet in pontum collis huc serus ascendit Cyclops mediusque

resedit.

20

25

(Ωιδή.)

α' Ω λευκὰ Γαλάτεια, τί τὸν φιλέοντ ̓ ἀποβάλλῃ μόσχω γαυροτέρα, σφηλωτέρα ὄμφακος ὠμᾶς, φοιτῇς δ ̓ αὖθ' οὑτῶς, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἔχῃ με, οἴχῃ δ ̓ εὐθὺς τοῖσ ̓, ὅκκα γλυκὺς ὕπνος ἀνῇ με, φεύγεις δ ̓ ὥσπερ ὄϊς πολιὸν λύκον ἀθρήσασα ; α' Ἠράσθην μὲν ἔγωγα τεοὺς κόρα, ἡνίκα πρᾶτον ἦνθες ἐμὲ σὺν ματρὶ θέλοισ ̓ ὑακίνθινα φύλλα ἐξ ὄρεος δρέψασθαι, ἐγὼ δ ̓ ὁδὸν ἁγεμόνευον. παύσασθαι δ ̓ ἐσιδών τυ καὶ ὕστερον οὐδ ̓ ἔτι πα νῦν

λευκοτέρα πακτᾶς ποτιδεῖν, ἁπαλωτέρα ἀρνός,

[merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small]

-

21

25

20

Q5. Ys vulg., om. p. ὅκκα] κ. a. p. v. L. Q. Cant., ὄκκα γ', ὅκα Dc. M5. vulg. Versum in D. pr. omissum supplevit De

23. ἀράσθην p. 9. — ἔγωγα τεοῦς] a. 9., ἔγωγε τεούς κ., ἔγωγε τεῶς '·, ἔγωγ ̓ ἔτεῶς μ', ἔγωγ ̓ ἑτερῶς μ2. s., ἔγωγ ̓ ἔτεω . . duabus literis ante κόρα erasis D., ἔγωγα τοῦ v., ἔγωγε τεῦ cum γρ. ἔγω τ' ἐτεως ἢ ἔγωγε τεῶς Ο·, ἔγωγε τεῦ ὦ 6, Υ., ἔγωγ ̓ ἐτεῦ ὦ Da·, ἔγωγέ τευ ὦ Iunt., ἐγὼ τοῦ Μ., ἔγωγε κόρα κόρα L., ἔγωγε κόρα του Med. Ald. Call.

[ocr errors]

πρῶτον k. a. p. D. (corr. Db.) Υ. Antt. ante Mor.

24. ἐμοὶ ν.

[merged small][merged small][ocr errors][merged small]

IMITT. 18] Nic. Eng. III, 313. τί τὸν φιλέοντ ̓ ἀποβάλλῃ; 18. 19] Philostr. Imagg. II, c. 18. ἔστι δὲ αὐτῷ (Polyphemo) ποιμενι κὸν ᾆσμα, ὡς λευκή τε εἴη καὶ γαύρος καὶ ἡδίων ὄμφακος. Virg. Ecl. VII, 37. Nerine Galatea, thymo mihi dulcior Hyblae, | candidior cycnis, hedera formosior alba. Ovid. Met. XIII, 789. candidior nivei folio, Galatea ligustri - | splendidior vitro, tenero lascivior haedo - | lucidior glacie, matura dulcior uva, | mollior et cygni plumis et lacte coacto saevior indomitis eadem Galatea iuvencis. 23-25] Virg. Ecl. VIII, 37. sepibus in nostris parvam te roscida mala | (dux ego vester eram) vidi cum matre legentem.

30

35

ἐκ τήνω δύναμαι· τὶν δ ̓ οὐ μέλει, οὐ μὰ Δί ̓ οὐδέν. β' Γινώσκω χαρίεσσα κόρα, τίνος ἕνεκα φεύγεις·

ὤνεκά μοι λασία μὲν ὀφρὺς ἐπὶ παντὶ μετώπῳ ἐξ ὠτὸς τέταται ποτὶ θάτερον ώς μία μακρά, εἷς δ ̓ ὀφθαλμὸς ὕπεστι, πλατεῖα δὲ ῥὶς ἐπὶ χείλει. β' 'Αλλ' οὗτος τοιοῦτος ἐὼν βοτὰ χίλια βόσκω,

κἐκ τούτων τὸ κράτιστον ἀμελγόμενος γάλα πίνω τυρὸς δ ̓ οὐ λείπει μ ̓ οὔτ ̓ ἐν θέρει οὔτ ̓ ἐν ὀπώρᾳ, οὐ χειμῶνος ἄκρω· ταρσοὶ δ ̓ ὑπεραχθέες αἰεί. β ́ Συρίσδεν δ ̓ ὡς οὔτις ἐπίσταμαι ὧδε Κυκλώπων, τὶν τὸ φίλον μελίμαλον ἁμᾷ κἠμαυτὸν ἀείδων πολλάκι νυκτὸς ἀωρί. τράφω δέ τοι ἕνδεκα νεβρώς 27. δ ̓ οὐδὲν μέλει μὰ δί οὐδέν Q., οὐ μὰ Med. Call.

28. γιγνώσκω κ. κόρη ν. Υ. ὧνεκα] Κ., οἵνεκα vulg.

29. ὤνεκα] ούνεκα k. vulg. μὲν λασία pro μοι λ. μὲν Κ. ὀφρύς] Iunt. SchHom., ὀφρὺς γι Med. Ald. Call. et vulgo post Brunck.

[blocks in formation]

30

35

40

οὕτως p. v. Q., ωὑτὸς a. s. vulg., αὐτὸς Antt., ούτως 6.

33. καὶ D5 (κἠκ Da) ἀμελ γόμενον Med. Cali.

34. οπώρα] κ. p. v., οπώρη

vulg.

[blocks in formation]

ἄκμη

ἐπί

37. μελίμαλον] scripsi secundum scholion a Geelio correctum,

μοι μᾶλον p. Burn., μοι μάλλον C., γλυκύμαλον vulg. ἁμα] Ziegl,

ua k. a. D. Q. Iunt. Call., aux p. 6. 9. vulg., ἁμῶ ν., κἠμαυτὸν ἀείδων ἁμᾶ a. L. corr. (pr. ὡμαυτὸν), κἠμαυτὸν ἅμ ̓ ἀείδων Med. Ald.

38. τράφω] Τ., τρέφω vulg.

TESTIMM. 29. Scholl. Harl. Od. α, 69. in Ann. Pariss. III. p. 417. (πλατεία pro λασία). 29. 30. Eustath. 1392, 35. Θ. φησίν, ὅτι τῷ Κύκλωπι ἕνα ἔχοντι γλυκὺν ὀφθαλμόν, ᾧ ἑώρα (cf. Id. VI, 22.), ὀφρὺς μία ἐξ ἑτέρου ὠτὸς εἰς ἕτερον τέταται, 1622, 50. μίαν ὀφουν τετάσθαι αὐτῷ ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὠτὸς εἰς θάτε ρον. 32. Serv. ad Ecl. II, 21. οὗτος βόσκω. 34. Serv. ad Ecl. II, 23.

IMITT. 29] Virg. Ecl. VIII, 34, hirsutumque supercilium (tibi est odio.) 2931] Philostr. 1. 1. μίαν υπερτείνων ὀφρὺν τοῦ ὀφθαλμοῦ ἑνὸς ὄντος, πλατείᾳ δὲ τῇ ῥινὶ ἐπιβαίνων τοῦ χείλους. Herod. ap. Philostr. Vit. Soph. p. 552. τῶν ὀφρύων λασίως ἔχειν, ἃς καὶ ξυμβάλλειν ἀλλήλαις οἷον μίαν. 31] Ovid. Met. XIII, 851. unum est in media lumen mihi fronte. 32-35] Virg. Ecl. II, 21. mille meae Siculis errant in montibus agnae; | lac mihi non aestate novum, non frigore defit. Ovid. 1. 1. 829. lac mihi semper adest niveum: pars inde bibenda | servatur; partem liquefacta coagula durant. Nic. Eug. VI, 481. καὶ τυρὸν ἐν χειμῶνι καὶ καιρῷ θέρους. 38. 39] Philostr. 1. 1. ᾄδει ὡς νεβροὺς τῇ Γαλατείᾳ σκυμνεύει καὶ ἄρκτους.

« ForrigeFortsæt »