50 55 60 πῶς μὲν ἕλω μέγαν ἰχθὺν ἀφαυροτέροισι σιδάροις; ἢ τάχα τᾶς γλαυκᾶς κειμήλιον ̓Αμφιτρίτης. 50 55 60 56. ἐγὼν] (18.) Iunt., ἐγὼ 11. Ms. Ald. Call. τῶν ̓γκίστρων 11. Ald. Iunt. - 57. μὴ ποτί] μή ποτε vulg. του 11. 18. — τω γκίνια] τωγκίστρια 111.4. 18. Μ., τῷ ̓γκίστρια 111. Ald. Iunt., τῷ ̓γκίστρια Call. ἔχοντι] 18. Μ., ἔχοισα 11. Ald. ἔχοιεν Iunt. Call. 58. σπεύσας ὅκ ἀνάγαγον] στεύσασα καλά γε τον M. Ald., πιπιστεύσασα καλαγετὸν 114 18., πιστεύσασα καλώγε τόν 114, πιστῆρσι κατῆγον Iunt. Call., σπεύσας ἄκαλ ̓ άγαγον Graefius. — εὐσπείρατον ἠπείρατον Ald., ἠπήρατον 11. 18. Μ., ἐπ ̓ ἠπείροιο Iunt. Call. 59. μηκέτι] Brunck., δ ̓ ὠκέτι M., ut videtur, δ ̓ οὐκέτι Antt., δ ̓ οὐκ ἔτι 11. 18. 60. μενείν] Mein., μένειν vulg. - καὶ τῷ χρυσῷ] καὶ τῷ χρυσῶ Call., και τοι χρυσῷ 11. 18. M. Ald. Iunt. βασιλεύσειν] 114. 18. η Μ. Call., βασιλεύσει 111. Β., βασιλεύ σει Αld., βασιλεύειν Iunt. 61. καὶ τὸ δ ̓ ὦ ξείνε Ald., δ ̓ ὦ ξένε Iunt. καὶ 62. ταρβῶ] Iunt. Call., ταῤῥῶ c., θαρρῶ 11. 18. M. Ald. 65 ΑΛΙΕΥΣ Β'. καὶ σύγε τί τρέσσεις; οὐκ ὤμοσας· οὐδὲ γὰρ ἐχθῦν εἰ - μὴ γὰρ κνώσσων — τὺ τὰ χωρία ταῦτα ματεύεις 65 Idyll. IV. (Theocr. XIX.) Κηριο κ λ έ π της. 1 Τον κλέπταν πότ' Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα 63. σύγε τί] σύ γε 11. 18. Μ. Ald., σύ γε μὴ Iunt. Call. — τρέσσεις] 11. 18. Μ., τρέσεις Ald., τρέσσης 11. sup. Iunt. Ald. ἰχθύν] Antt., έχουν Mor. vulg. 64. ὡς ἴδες εὗρες] Iunt., ὡς εἶδες εύρες 11. 18. M. Ald., εἶδες η εύρες Call. ἴσα δ ̓ ἦν] ἴσα δ ̓ ἐν 18. Μ., εἴσα δ ̓ ἐν 11., εἶσα δ ̓ ἐν Ald., ἴσαι δὲ Iunt. Call. ὄψις] Κ., ὄψεις vulg. 65. εἰ μὴ γὰρ εἴ με γὰρ 11. 18. M. Ald., εἴ γ ̓ ὕπαρ ὡς Iunt., εἰ δ ̓ ὕπαρ, οὐ Call. τὸ τὰ Iunt. Call., τοῦτο 11. M. Ald., τούς μ χωρία 18. Μ. του 18. ματεύεις] 18. Μ., μαντεύεις 11., μαντεύσεις Ald., ματεύσεις Iunt. Call. 5 66. Ὅλπις] ἐλπὶς vulg. — τὸν ὕπνον 11. 18. corr. (pr. ΰπνων). Ald. - ζάτει] coni. Stephanus in ed. II., ζατεί vulg. σάρκιον 11. Ald.". Call. - ἰχθύν] Αld. Iunt., ἰχθύν Call. vulg., ἰχθήν Ald.α. 67. κ ἀπὶ] καίτοι vulg. Libri: c. 23. Ald.". Ald. Iunt. Call. Κηριοκλέπτης] c. 23. Antt., Θεοκρίτου r. mg. 3. χείρ' 23. Ald. α. β. — ἐφύση] Kiessl., ἐφύσει c. 23., ἐφύσσει Αld., ἐφύσση vulg. 5. δειξέ τε] coni. Reiskius, δείξε 23. Ald. α. β., δεῖξεν vulg. δε r. 6. ἐστὶ] Iunt., ἐντὶ vulg. ὅττι IMITT. 67] Lucian. Gall. 1. σὺ δὲ ὅρα, ὅπως μὴ ὄναρ πλουτῶν λιμώττης ἀνεγρόμενος. — Ibid. 6. ὄνειρος χρυσοῦς. 1 seqq.] Anacreont. 33. Bgk., cf, Nic. Eugen. IV, 311 seqq. 3. 4] Agath. AP. V, 287. ἡ δὲ μέγα στονάχησε καὶ ἥλατο καὶ τὸ πρόςωπον | πλήξε. χὰ μάτηρ γελάσασα· τί δ ̓; οὐκ ἴσος ἐσσὶ μελίσσαις, 5 10 Idyll. V. (Theocr. XXIII.) ̓Ανήρ τις πολύφιλτρος ἀπηνέος ἤρατ ̓ ἐφάβω, c. 7. γελάξασα τ. 23. Ald. — τί δ'] 23. Αld. Call., τὶ δ ̓ Ald. Iunt., τὰ δ ̓ Steph. Interrogationem post τί δ' Wartonus poni iussit praeeunte Winsemii interpretatione,,quid, inquit, • an non tu similis es apibus". — ἴσος] 23. Steph., ἴσον c. Αld. Iunt. Call., ὅσον Ald.. In f. v. pro vulgato interrogationis signo comma posui cum Αld. p. 8. ὡς ] coni. Schaeferus, χώ vulg. τυτθόν] coni. Koehlerus, τυτ τὸς vulg. ἵης] coni. Stephanus ed. II., ἔης vulg. Interrogationis signum in f. v. ex Comm. manavit. Libri: 18. 23. (Vs. 1-53.) M. Ald.". Ald. Iunt. Call. Εραστής] 11. rec., Εραστής. Δωρίδι. διηγηματικόν Μ. et praefixo Θεοκρίτου εs. r. Ald. Call. (διηγ. post Θεοκρ. α, διηγήματα Ald.β.), Μισῶν φιλέοντα Αld., Δύσεως Iunt., sine tit. 23. 10 χείλεα καὶ κῶραι δεινὸν βλέπος εἶχον ἀνάγκας· Αγριε παῖ καὶ στυγνέ, κακᾶς ἀνάθρεμμα λεαίνας, 12. βλέπος εἶχον ἀνάγκας] coni. Meinekius, gravem visum habebant necessitate Div., βλέπον εἶχεν ἀνάγκαν vulg. Post βλέπον in Ald. β. Call. nulla distinctio, in Iunt. colon, Brub. III. vulg. comma. 13. ἀπὸ χρώς] Ms. vulg., ἀποχρώς Ald. Iunt., ἄπο χρώς (18.?) cum Reiskio. 14. ὁ πρίν τοῖς ῥέθεσιν] ὕβριν τᾶς ὀργᾶς vulg. 15. ἦν ] Heins., ής coni. Stephanus, ή 18., ἡ 23. M. Ald. β., η Iunt., Call. ἐξ ὀργᾶς] coni. Auberus, ἐξ ὀργᾶς δ' coni. Stephanus ed. I., δ ̓ ἐξορπασ ̓ 23., δ ̓ ἐξόρπασ ̓ Μ., δ ̓ ἐξορπασ 18., δ ̓ ἐξορπασερ ̓ ἐθίζετο Ald., δ ̓ ἐξόρπας Αld.β., δ ̓ ἐξόρπα Iunt., ἐξόρπαξ sine δ' Call. 15 20 25 24. ξυνάν] Τoupius, ξυνόν vulg., ξὺν Ald. τοῖς 23. Αld.. ἔρωσι Ald. " - λᾶθον] λάθος vulg., λάθος 23. Locum distinxi e mente distinctio, in Ald. punctum post Toupii; in Ald. Iunt. Call. nulla ἔρωσι. 26. οὐδ ̓ οὕτως] coni. Brigg sius, οὐδ ̓ οὕτω Κ3. Μ3, οὐδὲ τὰς 18., οὐδὲ τῶς 23. Μ5·, οὐδὲ τῶν Αld., οὐδέ κε τὼς Αld. Iunt. Call. πόθον] r. corr. Iunt. Call., πόνον Im., χόλον 18. 23. Μ. Αld. β. 30 35 40 35 τοῖσι τεοῖς προθύροις ἐπιτέλλομαι. οἶδα τὸ μέλλον. οὐ δύναμαι σίνειν σε, διαλλάξεις με φιλάσας. λευκὸν τὸ κρίνον ἐστί, μαραίνεται ανίκα πίπτει. α 32. κλαύσης Ald. Iunt. 30 31 41. δέ μοι] 18. corr. Call., δέ 33. και] 18. 23. M. Ald. α. β. Iunt., μεν 23. M. Aid.α. β. Iunt. κἂν Call. χω. σόν τι, τό] κοίλον τι τό 23., κοιλον τι τι Αld., κοίλον το 18. Μ., κοίλον τόδε Αld., κοίλανον ὅ Iunt. Call. IMITT. 38] Agath. AP. VII, 220. δάκρυ δ ̓ ἐπισπείσας. ".. |