15 20 25 30 καὶ πολὺ τῷ μορφᾷ θηλύνετο, και τι σεσαρός καὶ σοβαρόν μ' ἐγέλασσεν. ἐμοὶ δ ̓ ἄφαρ ἔζεσεν αἷμα, 15 χἃ μὲν ἔβα με λιποῖσα· φέρω δ ̓ ὑποκάρδιον ὀργάν, 15. μ' ἐγέλασσεν] μ' ἐγέλαξεν Iunt. Call., μέγ' ἔλαξεν Ζ., μέγ ̓ ἔλεξεν 11. 18. M. Ald. 16. τώγεος Ald., τ ̓ ὦγεος Μ. Ερσα] Steph. vulg., ἕρσα Iunt., ἕρσαι 111. M. Ald. Call., έρσας Mor. 21, ἡδὺς ἔουλος] Graefius, αδύ τι κάλλος vulg. 23. κέχονται Antt. ante Steph., fundebantur Wins. 25. γλαυκάς] 11. 18. M. Iunt., caesiae Div., om. Ald. Call. 26. καὶ δέμας αὖ πακτᾶς] καὶ στόμα ἢ καὶ ὑπ ̓ ἀκτᾶς 11., καὶ στόμα καὶ ὑπ' ἀκτᾶς Ald., καὶ στόμα δ ̓ αὖ πακτᾶς 18. Μ., τὸ στόμα καὶ παντᾶς Iunt. Call. λιπαρώτερον] γλυκερώτερον vulg. 27. ἔρρεέ] (11.) Mor., ἔρρέ Ald. Iunt., ἔρρει 18. Μ. Call. μέλι κηρῶ] quidam teste Stephano, μέλι κηρῷ 18. corr., μελικήρω vulg. 20 25 30 IMITT. 24] Long. Past. IV, c. 13. λάμπουσι δὲ ὑπὸ ταῖς ὀφρύσιν οἱ ὀφθαλμοί. 35 40 45 οὐκ ἔγνω δ ̓, ὅτι Κύπρις ἐπ ̓ ἀνέρι μήνατο βούτα 35 40 45 – ὁμά] conii. Is. Vossius et Reiskius, ἐμὰ Ald. Call., ἐμὰ 114, ἐμᾶ 114.5., νὰ 18., ἑὰ Μ., καὶ εἰστόμα Iunt. 40. βουκόλον] βωκόλον vulg. 41. ὄρνις] 11. 18. Μ., αὐτὸς Ald. Call., αὐτὸς Iunt., ἀετὸς Ζ. 42. Evvεina] 18. pr. M., Evνίκα 18. sup. vulg. — μόνον] 111. b. 18. M. Ald. Iunt., μόνα Call. vulg. βουκόλον] βωκόλον vulg. ἐφίλησεν] ἐφίλασεν vulg. 43. ἠδὲ] Κ., ἀδὲ 18. M. Ald. Iunt., ἀδὲ 11', ἅδε 111»., ἅτε Call. 44. μηδ ̓ ὦ] μηδ' ὁ 18., μήδ ̓ ἁ M., μηδὲ 11., μὴ δὲ Αld., μὴ δὲ σὺ κύπρις 18. μήτε] Iunt. Call. Iunt. Call., μηδὲ 11. 18. Μ., μὴ δὲ Ald. - 45. μήτ'] Iunt. Call., μή δ' 111. b. φιλέοι Μ. Αld., μηδ' 114 18. et καθεύδοι] φιλέοις et καθεύ δοις vulg. μούνη] Κ. Mor., μώνη Ms vulg. IMITT. 34 seqq.] Long. Past. IV, c. 13. βουκόλος ἦν ̓Αγχίσης, καὶ ἔσχεν αὐτὸν ̓Αφροδίτη ̇ ποιμὴν ἦν Γανυμήδης, καὶ αὐτὸν ὁ Ζεὺς ἥρπασε. Nonn. XV, 280. καὶ Διὸς οινοχόος πέλε βουκόλος κολέοντι σὺν Ενδυμίωνι Σελήνην. βου 10 15 Idyll. III. (Theocr. XXI.) Α πενία Διόφαντε μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει, . 5 10 Ιχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες, στρωσάμενοι βρύον αὖον ὑπὸ πλεκταῖς καλύβαισι, κεκλιμένοι κοίτῳ τῷ φυλλίνῳ· ἐγγύθι δ ̓ αὐτοῖν κεῖτο τὰ τῆς θήρας ἀθλήματα, τοὶ καλαθίσκοι, τοὶ κάλαμοι, τἄγκιστρα, τὰ φυκιόεντα δέλητα, ὁρμιαὶ κυρτοί τε καὶ ἐκ σχοίνων λαβύρινθοι, μήρινθοι κώπα τε γέρων τ ̓ ἐπ' ἐρείσμασι λέμβος· νέρθεν τας κεφαλᾶς φορμὸς βραχύς, εἷμα τάπης τε. οὗτος τοῖς ἁλιεῦσιν ὁ πᾶς στόλος, οὗτος ὁ πλοῦτος. οὐδὸς δ ̓ οὐ κλήθραν εἶχ ̓, οὐ κύνα· πάντα περισσά, 15 Libri: 11. 18. M. Ald. (in Vs. 66. 67. Ald. et Ald. Iunt. Call. Αλιείς] Αλιείς Δωρίδι διηγηματικόν Μ., Θεοκρίτου Αλιείς Αntt., Θεοκρίτου ἁλιεύς 11', Θεοκρίτου διηγηματικὸν ἁλιεῖς δορίδι επ 3. ἐργατίνεσι Μ., νεσσι 18., -νεσσιν Αld., -ναισσιν Iunt. α 4. ἐπιμύσσησι] ἐπιβησέησι 18., ἐπιβησέησι Μ. ἐπιβησέεισι 11., ἐπιβάσῃσι Αld., ἐπιψαύσῃσι Iunt. Call. Comma ante τὸν est in Iunt., post ὕπνον Call. vulg., neutro loco Ald. 5. ἐπιπτάμεναι] ἐπιστάμεναι 11. Ald. Call., ἐφιστάμεναι Ms. Iunt., ἐφεστάμεναι 18., ἐφιπτάμεναι Falckenburgius. - μελεδωναί 11. 18. Μ. 6. ὅμως M. Antt. ante Steph. 8. κοίτῳ] Graefius, τοίχῳ vulg. 9. τᾶς θήρας] ταῖς χείρεσσιν 18. Μ., ταῖς χεροίν Αld., ταῖν χειροϊν (11.) Call., τῶν χειρῶν Junt. 10. τἄγκιστρα] Wint., τὤγκιστρα 11. 18. Μ. Antt., τὰ ὤγκιστρα δέλητα] Guil. Dindorfius Thesaur. V. p. 240., δελῆτα coni. Brigg Κ. BUCOLICI GR. I. sius, τελῆγα Ald., τε λῆγα 11. Μ. et superscripto i vel v super η 18., φυκιόεντά τε ληδα Iunt. Call. 11. ὁρμιαὶ] Mein., ὁρμεια vulg., οἱμειαὶ 111. b. M. Ald., οἱνειαὶ 18. κυρτοί τε] κύρτοι τέ Iunt., κύρτοι Μ. vulg. 12. κώπα τε] coni. Kiesslingius (praeeunte Strothio, qui κὤπαί τε), κως τε 11. M. Ald., κώας τε Iunt., τ' ἐπ ̓] κωάς τε (18.) Call. Brunck., δ ̓ ἐπ ̓ M. vulg. 13. εἷμα τάπης τε] εἵματα πύσοι 11. 18. Μ., εἵματ ̓ ἄπυσοι Ald., εἵματα πίλοι Iunt. Call. 14. στόλος] πόνος vulg. πλούτος] 11». sup. M. sup. Call. vulg., πλεύτος 115. pr., πλώτος 18. Μ. pr., πλάτος Ald. Iunt. 20 25 30 πάντ ̓ ἐδόκει τήνοις· ἡ γὰρ πενιά σφας ἐτήρει. ༣ ω Ψεύδοντ ̓ ὦ φίλε πάντες, ὅσοι τὰς νύκτας ἔφασκον μὴ λαθόμαν, τί τὸ χρῆμα χρόνων ταὶ νύκτες ἔχοντι. 25 ΑΛΙΕΥΣ Β'. Απφ ̓, ἁλίως μέμφῃ τὸ καλὸν θέρος; οὐ γὰρ ὁ καιρός ΑΛΙΕΥΣ Α'. Αρ' ἔμαθες κρίνειν πόκ ̓ ἐνύπνια; χρηστὰ γὰρ εἶδον. ὡς καὶ τὰν ἄγραν, τὠνείρατα πάντα μερίζει. 16. τήνοις] 11. 18. Μ., τήνας Antt. ἁ γὰρ] Reisk., ἄγρα 11. 18. M. Ald., ἄγρας Iunt. Call. σφας] σφάς Call., ἡ σφᾶς 11. 18. pr. Ald., ἢ σφᾶς Μ., ἡ σφιν 18. sec., σφιν Iunt. ἐτήρει] ἑτέρη 11., ἑταίρη 18. Μ., ἑταίρα Iunt., ἑταίρους Ald. Call. 17. πέλεν· &] coni. Reiskius, πενία 11. 18. M. Ald. Call., πάντη Iunt. αὐτάν] Wint., αὐτήν Μ. vulg. 18. τραφεράν] τρυφερὸν vulg., τραφερὸν Musgravius. 19. κοὔπω] 18. Μ., οὔπω vulg. 21. αὐδάν] coni. I. H. Vossius, δάν vulg. 22. ψεύδοντ ̓ ὦ] coni. Briggsius, ψεύδοντο ὦ Ζ., ψεύδοντο 11. Αld., ψεύδονται Με. vulg. 1 Per sonae in 11. 18. Μs. Antt. non distinctae; primus Winsemius praefixit Asphalion et Alter, deinde Stephanus sigla A. et B. 30 23. μινύθην 11. — τάματα] Mor. vulg., ἄματα Call., τ' άμα τα Ald. Iunt. — φέρει Ζεύς] 11. sec. Iunt. Call., φέρει 11. pr. Ald., φέρουσι Με, φέρουσιν 18. 25. λαθόμαν] Brunck., λαθόμην vulg. - χρόνων ταί] χρόνου ταὶ Bern. Martinus Varr. Lectt. 3, 19., χρόνον δ' αἱ vulg., χρόνον δὲ αἱ 11. Ald. In medio versu Iunt. nihil distinctionis habet, Ald. comma post χρῆμα, Call. interrogativum post λαθόμην. 20. ἄπφ ̓ ἁλίως] ἄπφ ̓ ἅλιον coni. Briggsius (praeeunte partim Koehlero, qui ἄπφα λίαν), Ασφαλίων Μ. vulg. 27. ἑὸν] Iunt., ἐὸν Call., νέον 11. Μ5. Αld., νέου 18. 28. ποιεί τοι] Hermannus, ποιεῦντι 11. 18. M. Antt., ποιεῦτι Μor., ποιεῖ τιν Steph. 31. μερίζευ] Μ., μερίζεν vulg., μέριζεν Αld., μερίζον 11. 35 40 45 εὖ γὰρ ἂν εἰκάξαις κατὰ τὸν νόον· οὗτος ἄριστος οὐκ ἦν μὲν πολύσιτος, ἐπεὶ δειπνεῦντες ἐν ὥρα, 36. ἀδὼν] ἄλλον 111.»., ἄλλον 114, ἄλονος Αld., ἄλλονος 18. Μ., ἄσμενος Iunt. Call. — δρυμῷ] coni. Wordsworthius, ῥάμω 11. 18. Μ., ῥάμῳ Ald. Iunt., ῥάμνω Call. λύχνειον 11. Antt. ante Steph. 37. ἀγρυπνίαν] Reisk., ἄγραν 11. 18. M. Ald., ἄγραν ἀεὶ Iunt., αἰὲν ἄγραν Call. τάδ'] τόδ' vulg. θέλε δή] λέγεε ε., λέγεο 18. M. Ald., λέγω 11., λέγε μοι Iunt. Call. – ποτε] ποτέ 11. 18. vulg. 35 40 45 Verba λέγε μοι ἑταίρῳ vulgo alteri piscatori interloquenti tribuuntur, quod mutavi. 38. πᾷ τοι ἔοικε λέγειν] τά τις ἔσσες καὶ λέγει 18., τά τις ἔσ σεο δὲ λέγει 11. ΜS. Αld., πάντα τεῷ δὲ λέγων Iunt. Call. νύεν] Κ., μάντεν 11. 18. Μ., μάνυαν Αld., μήνυσον Iunt. Call. μα 39. Vulgo verba ἐν εἶν. π. distinctione ad κατέδαρθον trahuntur, quod mutavi. |