Billeder på siden
PDF
ePub

5

10

BIONIS RELIQUIAE.

Ἐπιτάφιος ̓Αδώνιδος.

Αἴαζ ̓ ὦ τὸν ̔́Αδωνιν· ἀπώλετο καλὸς ̓́Αδωνις,
ὤλετο καλὸς ̔́Αδωνις· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

I.

Μηκέτι πορφυρέοις ἐνὶ φάρεσι Κύπρι κάθευδε·
ἔγρεο δειλαία κυανόστολε καὶ πλατάγησον

στήθεα καὶ λέγε πᾶσιν ἀπώλετο καλὸς ̓́Αδωνις.
αἴαζ ̓ ὦ τὸν Αδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.
Κεῖται καλὸς Αδωνις ἐν ὤρεσι μηρὸν ὀδόντι,
λευκὸν μηρὸν ὀδόντι τυπείς, καὶ Κύπριν ἀνιῇ
λεπτὸν ἀποψύχων· τὸ δέ οἱ μέλαν εὔβεται αἷμα
χιονέας κατὰ σαρκός, ὑπ ̓ ὀφρύσι δ ̓ ὄμματα ναρκῇ,
καὶ τὸ ῥόδον φεύγει τῶ χείλεος· ἀμφὶ δὲ τήνῳ

[ocr errors]

Libri: 18. 23. M. Ald.. Ald.β. lunt. Call.

Ἐπιτάφιος ̓Αδώνιδος] 18. vulg., Αδ. ἐπ. 23. et praefixo Θεοκρίτου Δωρίδι c5, Θεοκρίτου r1. mg. Im. Carmen ut Bioneum e suspicione Camerarii primus Mekerchus edidit.

1. αἴαζ ̓ ὦ] αἰάζω vulg., et ita Vs. 6. 13. 60., cf. interpr. Vossii sklage Gesang um Adonis“ —— Αδωνιν] ̓́Αδωνιν vulg. et ita per totum

carinen.

2. Malim ἐπαιάξουσιν hic et Vs. 6. 13., tum in Vs. 72. 80., quos adDe distinctione novata vid. Adn. Crit.

ieci.

[ocr errors]

4. κυανόστολε] Vulc., κυανοστόλε vulg.

[ocr errors]

10

5. στήθεα] 18. 23. M. Antt., στάθεα Steph.

7. ἐν] Ameis., ἐπ’vulg. 8. λευκὸν μηρὸν] Herm. praeeunte Vossii interpretatione,,wund an dem Schenkel, wund am Lilienschenkel vom Zahn“, λευκῷ λευκὸν ὀδόντα 18. Μ. yulg. ἀντῇ] ἀνιῆ 18. Μ., ἀνιεῖ 23. Ald., ἀνιά

M. sup. Ald.β. Iunt. Call.

ναρκεῖ

10. ἐπ’ Ald. β. Iunt. Ald.". Call. 11. χείλεος] c. Ald.β. Iunt., χείλευς 18. 23. M. Ald. Call.

IMITT. I. 1] Bucol. Inc. I,6. καλὸς τέθνακε μελικτάς, Nonn. Dion. XV, 368 seqq. βούτης καλὸς ὄλωλε quater. 4] Nonn. XLVII, 161. ἔγρεο δειλαίη. 5] Bucol. Inc. I, 17. εἴπατε πάσαις | Βιστονίαις Νύμφαισιν „ἀπώλετο Δώριος Ὀρφεύς. 10. 11] Virg. Αen. XI, 818. labuntur frigida leto | lumina; purpureus quondam color ora reliquit.

20

θνάσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀνοίσει.
αἴαξ ̓ ὦ τὸν Αδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες.

"

0

α

̓́Αγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν ̓́Αδωνις· 15 μεῖζον δ ̓ ἃ Κυθέρῃα φέρει ποτικάρδιον ἕλκος. κεῖνον μὲν περιπολλὰ φίλοι κύνες ὠρύονται καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ορειάδες· ἃ δ ̓ ̓Αφροδίτα λυσαμένα πλοκαμίδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται πενθαλέα νήπαστος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν ἐρχομέναν κείρουσι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται· ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι ̓ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται, ̓Ασσύριον βοόωσα πόσιν καὶ πολλὰ καλεῦσα.

Κύπριδι μὲν τὸ φίλαμα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει,
ἀλλ ̓ οὐκ οἶδεν ̓́Αδωνις, ὅ μιν θνάσκοντ ̓ ἐφίλασεν.

[merged small][ocr errors][merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small]

12

15

20

M. Ald.β. Iunt., lugent i. e. ὀδύρον

ται Div. Eob.

13 14

18. δρυμώς] 18. M. Ald.β, δρυμοὺς 23. Ald. Iunt. Call. ἀλάληται] Iunt. Call., ἀλαλεῖται 18. 23. M. Ald.". ß.

19. νήπαστος] νήπλεκτος vulg. 20. κείρουσι] 18. 23. Μ., κείροντι Ald.α. β. Iuut., τείροντι Call. 21. κωκύοισα] Brunck., κωκύἄγγεα 23. M. Alda. Iunt. Call., fort. ουσα vulg. ἄγκεα] 18. Ald.β,

――

η

αἴπεα͵ φέρεται 23., φέρηται Ald.“.

[ocr errors]

22. Suspicor μαιῶσα, cf. imit.
Nonni. ποσὶ Ald.“. πολλὰ ]
Herm,, πόδα 23.11., παῖδα vulg. -
In M. ante πόσιν distinctum.

IMITT.

[14] Bucol. Inc. I, 66. τὸ φίλημα, | τὸ πρώαν τὸν ̓́Αδωνιν ἀποθνάσκοντα φίλησεν. 17] Virg. Εcl. V, 20. extinctum Nymphae crudeli funere Daphnin | flebant. 18 seqq.] Nonn. Dion. V, 374. (de Autonoe Actaeonis filii mortem audiente): νήλιπος ἀκρήδεμνος ἱμάσ σε το πένθεϊ μήτης, | καὶ πλοκάμους ἐδάϊξεν, ἐὸν δ ̓ ἔρρηξε χιτῶνα, πενθαλέοις δ ̓ ὀνύχεσσιν ἑὰς ἐχάραξε παρειάς, | αἵματι φοινίξασα· κατὰ στέρνοιο δὲ γυμνοῦ | παιδοκόμων ἐρύθηκε φερέσβιον ἄντυγα μαζῶν. Deinde ys. 405. φοιταλέοις δὲ πόδεσσι διερχομένη ράχιν ὕλης | τρηχα λέης ἐπάτησε δυσέμβατα νῶτα κολώνης | λυσιχίτων ἀπέδιλος. 21] Nonn. XLVI, 282. ὀξὺ δὲ κωκύουσα. 22] Nonn. XLII, 268. εἰπὲ καὶ αὐτήν | αὐχμηρὴν ἀπέδιλον ἀλωομένην ̓Αφροδίτην, | νυμφίον ἰχνεύουσαν ὀριδρόμον.

25

30

ἀμφὶ δέ μιν μέλαν εἷμα παρ ̓ ὀμφαλὸν αἰωρεῖται,
στήθεα δ ̓ ἐκ χειρῶν φοινίσσεται, οἱ δ ̓ ὑπὸ μαζοί
χιόνεοι τὸ πάροιθεν ̔Αδώνιδι πορφύρονται.

23. εἶμα] αἷμα vulg. αἰωρεῖται] αἰωρεῖτο Im. mg., ἠωρεῖτο Antt., ᾐωρεῖτο Mor. vulg. Praesens hic et in seqq. iam Vossii interpretatio expressit.

Antt. imitt. Nonni.

21. στήθεα] 18. Μ., στάθεα 23. χειρῶν] μηρῶν vulg., cf. φοινίσσεται] Κ. pr., φοινίσσετο vulg. – ὑπὸ μαζού] Ameis. e mente Lobeckii Paralipp. p. 381. et praeeunte olim Eσ.

-

bani Hessi interpretatione,, et niveae

quondam sub pectore mammae, ὑπόμαζοι vulg.

25. πορφύρονται] πορφύροντο vulg., πορφύραντο Ald.

26. αἰαὶ] Mein., αἳ αἲ vulg. et

[ocr errors]

30

αἰαῖ τὰν Κυθέρῃαν ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες. Ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος. Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος, ὅτε ζώεσκεν Αδωνις· κάτθανε δ ̓ ἃ μορφὰ σὺν ̔Αδώνιδι. τὰν Κύπριν αἰαὶ ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες αἰαὶ Αδωνιν· καὶ ποταμοὶ κλαίουσι τὰ πένθεα τᾶς ̓Αφροδίτας, καὶ παγαὶ τὸν Αδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι· πάντας ἀνὰ κυαμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὰ ἀηδών

ἄνθεα δ ̓ ἐξ ὀδύνας ἐρυθραίνεται· ἃ δὲ Κυθήρη

[ocr errors]

ita in seqq.

28. ὅτι Ald.α. β. Iunt. 29. τὰν Κύπριν] 23. Ald.“, Venerem heu heu Div., Κύπριδος vulg. Distinxi cum Divo; in 23. Ald. Iunt. nulla distinctio, in Ald.β.

[ocr errors]

25

31

[ocr errors]

36

punctum post Κύπριδος, in Call. et vulg. in f. v.

30. ώρια 18. 23., ὤρια Μ. alai] aề tòv vulg., äv tòv 23., αὐτὸν c., quercus heu heu Adoni Div. Placeret etiam ὦ τὸ ν.

35

31. κλαίουσι] 18. 23. Μ. Antt. τῆς ἀφροδίτης 18. Μ.

32. ὤρεσι] Steph., ὄρεσι 23., ούρεσι 18. Μ.Antt.

Iunt.

[35.] ἐρυθραίνεται] 23. Μ. Ald.“. β. Call., ἐρυθαίνεται (13.?) Κυθήρη] 18. 23. M. Autt. 33. ἀνακναμῶσ’18. 23. M. Ald. – ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὰ ἀη δών] ἀνάπαλιν ἀποσοικτρὰν ἀείδειν 23., ἀνάπαλιν ἀποικτρὸν ἀείδειν Μ., ἀνάπαλιν ἀποικτρὸν ἀείδη 18, ἀνάπαλιν ἀπὸ ... ἀείδει Alda, καὶ ἀνὰ πτόλιν οἰκτρὸν ἀείδει Ald.β. Iunt. Call., ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει Wakef.

IMITT. 23-25] Nonn. V, 375. (vid. ad vs. 18.) Id. XXIV, 163. καὶ μεσάτου στέρνοιο διεσχίζοντο χιτῶνες | στήθεα γυμνώσαντες, ἀμοιβαίῃσι δὲ ῥιπαῖς τυπτομένων παλάμῃσιν ἴτυς φοινίσσετο μαζῶν. id. XVIII, 331. ἐφοινίσσοντο δὲ μαζοί | τυπτόμενοι παλάμησιν, XLVI, 279. στήθεα φοινίξασα καὶ ἀσκεπέων πτύχα μαζῶν. 31] Bucol. Inc. I, 2. καὶ ποταμοὶ κλαίοιτε τὸν ἱμερόεντα Βίωνα. [35] Bucol. Inc. I, 35. νῦν ῥόδα φοινίσσεσθε τὰ πένθιμα, νῦν ἀνεμῶναι. 33. 341 Parthen. Er. 1. ́ (fr. 32. Mein.) κλάΐεν ἀδονίδων θαμινώτερον, αἵτ' ἐνὶ βήσσῃς | Σιδονίῳ κούρῳ περιμυρίον αἰάζουσιν (cod. κλαίεν Σιθονίῳ πέρι μυρίου). Bucol. Inc. I, 70. τοῦτο Μέλη νέον ἄλγος καινῷ δ ̓ ἐπὶ πένθεϊ τάκῃ.

35

40

45

37

40

αἰάζει νέον οἶτον ἀπώλετο καλὸς ̔́Αδωνις.
Κύπριδος αἰνὸν ἔρωτα τίς οὐκ ἔκλαυσεν ἄρ ̓ αἰαῖ;39
ὡς ἴδεν, ὡς ἐνόησεν ̔Αδώνιδος ἄσχετον ἕλκος,
ὡς ἴδε φοίνιον αἷμα μαραινομένῳ περὶ μηρῷ,
πάχεας ἀμπετάσασα κινύρετο·,μεῖνον ̓́Αδωνι,
δύσποτμε μεῖνον Αδωνι, πανύστατον ὥς σε κιχείω,
ὥς σε περιπτύξω καὶ χείλεα χείλεσι μίξω.
ἔγρεο τυτθὸν Αδωνι, τὸ δ ̓ αὖ πύματόν με φίλησον,
τοσσοῦτόν με φίλησον, ὅσον ζώει τὸ φίλημα,
ἄχρις ἀπὸ ψυχᾶς ἐς ἐμὸν στόμα κεἰς ἐμὸν ἧπαρ
πνεῦμα τεὸν ῥεύσῃ, τὸ δέ σευ γλυκὺ φίλτρον ἀμέλξω,
ἐκ δὲ πίω τὸν ἔρωτα, φίλημα δὲ τοῦτο φυλάξω
ὡς σ ̓ αὐτὸν τὸν ̓́Αδωνιν, ἐπεὶ σύ με δύσμορε φεύγεις, 50
φεύγεις μακρὸν Αδωνι, καὶ ἔρχεαι εἰς ̓Αχέροντα

̓Αχὼ δ ̓ ἀντεβόασεν, ἀπώλετο καλὸς ̓́Αδωνις.

[merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors]

Winsemio praeeunte in Crisp. distin

ctum.

[ocr errors]

15

40. περισμήξω Αld.β.

41. 42. φίλησον bis] φίλασον vulg., φίλασσον 23. ζώει] Call., ζώη 18. 23. Μ. Ald.β. Iunt., ξώη Ald.". φίλημα] Κ. sup., φίλαμα vulg. 43. ψυχάς] Brunck., ψυχῆς vulg. · κεὶσ ̓ superscr. 5 23., κῦσ′ Ald. α. β. 44. ῥεύσῃ] ῥεύση 23. sup. Iunt., ῥεύσει 18. 23. pr. M. Ald. β. Call.

δέ σευ] Urs., δὲ σεῦ vulg. 45. φίλημα] φίλαμα vulg. Fort. φιλήσω, cf. Imitt.

[ocr errors]

38

[blocks in formation]

IMITT. [38] Ovid. Met. III, 507. planxere et Dryades; plangen, tibus adsonat Echo. 36] Nonn. Dion. XLVII, 165. παρθενικὴ δ ̓ ὀλόλυξε φιλοθρήνοις ἐν ὀνείροις, | ὡς ἴδεν ἕλκεα λυγρὰ καρήατος, ὡς ἴδε δειλή | λυθρὸν κ. τ. λ. 40] Nonn. Dion. XXIV, 207. ὄφρα περιπτύξω διερὸν νέκυν. 41] Bucol. Inc. V, 45. τὸ δ ̓ αὖ πύματον με φίλασον. 45. 46] Bucol. Inc. 1, 66. ὁ Κύπρις, φιλέει δὲ πολὺ πλέον ἢ τὸ φίλημα, ] τὸ πρώαν τὸν ̓́Αδώνιν ἀποθνάσκοντα φίλασεν. Achill. Tat. II, c. 8. ἐφύλαττον ἀκριβῶς ὡς θησαυρὸν τὸ φίλημα.

« ForrigeFortsæt »