130 Κάστορι δ ̓ οὔτις ὁμοῖος ἐν ἁμιθέοις πολεμιστὰς Fawkes. Comp. the Scholiast on Homer, 1. c. Apollodorus, i. 8. and Muncker on Hyginus, Fab. 69. 132. Παιδεύσατο. Had him instructed. The Latin translator renders this incorrectly “ edocuit.” Comp. vs. 101. Hesychius : Επαιδεύσατο τὸν υἱὸν ὁ πατήρ· ἐπαίδευσε δὲ διδάσκαλος. 133. Εὐνὰ δ ̓ ἦς. Comp. ii. 90. 134. Δέρμα λεόντειον. Virgil, An. vii. 87. "" Pellibus incubuit stratis, somnosque petivit.” For the very ancient custom of sleeping on skins, see Cerda on this passage of Virgil. Hence the Latin verbi “ dormire” is derived: ἀπὸ τοῦ δέρματος. See Vossius, Εtym. Segestris.” V. " 135. ̓́Αρτος Δωρικός. Coarse bread like those cakes which the Athenians called πέλανοι. Schol. on Apollonius Rhod. i. 1077. Φησὶ δὲ τοὺς ἀκαθάρτους καὶ εὐτελεῖς ἀρτους, οὓς ὁ Θεόκριτος Δωρικούς φησιν - 136. ̓Ασφαλέως. Certainly sufficient to satisfy, &c. The dinner of Hercules became proverbial. Comp. Aristophanes, Vesp. 60. Ran. 62. ̓Αν. 1689. Pac. 741. and Apol. lodorus, ii. 4. 4. Alciphron, iii. 38. makes mention of a certain Phrygian, who could eat as much as four labourers. 137. Ἐπ ̓ ἄματι. At the close of the day. See Gronovius on Lucian, tom. i. p. 358. Ἐπ ̓ ἡματι in Homer, Il. K. 28. is explained by the Scholiast ev μιᾷ ἡμέρᾳ. Comp. Il. Τ. 229. Hesiod, 'Epy. 43. Τυννὸς is a Doric word synonymous with μικρός. — 138. Οὐκ ἀσκητά. Not ornamented. Ασκητὸς is an epithet usually applied to rich and splendid garinents. Comp. Homer, Il. Ξ. 179. The garments of Hercules were unadorned and reached midway between the knee and the ancle. Εννυτο. See Matth. Gr. Gr. § 233. GREEK INDEX. αἴγειμος, 7, 8. αἰγίπυρος, 4, 25. αἰθαλίωνες τέττιγες, 7, 139. αἴθε (εἴθε), with an optative, 3, 12. 5, αἰθριοκοιτεῖν, 8, 78. αίθριος, 4, 43. αἱμασιὰ, 1, 47. αἰνόθρυπτος, αἶπος, 7, 148. 15, 27. αἴρειν, 15, 27. 15, 20. ἀΐω, 6, 26. ἄκυλος, 5, 94. ἀλάβαστρον, 15, 114. ἀλέγω, 15, 95. ἄλειφαρ, 7, 147. ἁλεῦμαι (ἁλοῦμαι), 3, 25. ἀλιθίως, 10, 40. ἀλλὰ, 2, 10, 18. ἀλλὰ γὰρ, 5, 29, 44. ἀλλᾷ, 2, 1. · ἄλλοκα δὲ, 4, 43. ἄλλος, 6, 46. 7, 36. ἄλφιτα, 2, 18. ἁλωὰ, 1, 46. 7,34, 155. 24, 101. ἀμαθύνω, proper meaning of, 2, 26. ἀμᾷν, 10, 16. 11, 73. ἀμάντεσσι, 6, 41. ἁμαξιτός, 2, 76. ἆμαρ (ἦμαρ), 6, 4. ἆμαρ ἐπ ̓ ἆμαρ, 11, 69. ἐπ ̓ ἄματι, 24, 137. ἔσται δὴ τοῦτ ̓ ἁμαρ, 24, 84. ἀμβαίνειν ἀναβαίνειν), 24, 78. ἀμβάλλεσθαι (ἀναβάλλεσθαι), 10, 22. ἀμβρόσιος, 11, 48. ἀμβροσία, 15, 108. ἁμὲ (ἡμᾶς), 11, 42. ἀμείβεσθαι, 2, 104. ἀμείνων, 4, 9. ἀμέλγειν τὰν παρεοῖσαν, 11, 75. ἀμητὴρ, 7, 29. ἀμήχανος, 1, 85. ἁμίθεος, 24, 130. ἄμμε (ἡμᾶς), 5, 61. ἄμμες (ἡμεῖς), 5, 67. ἄμμι and ἄμμιν (ἡμῖν), 1, 15, 102. ἀμνίδες, 5, 3. ἀμοιβαία ἀοιδὰ, 8, 31. ἀνέχειν, 1, 96. ἄνηθον, 15, 119. ἀνήτινος, 7, 63. ἀνθέριξ, 1, 52. ἄνθος, 2, 1. àvía, 2, 39. àviậy, 2, 23. 11, 71. àviaρὸς (ἀνιηρὸς), 2, 55. ἀνίημι, 11, 22. ἁνίκα (ἡνίκα), 2, 147. ἀνιστάναι, 24, 36. ἀννείμῃ, 18, 48. ἀντία, 7, 48. ἀντλεῖν. ἐκ πίθω ἀντλεῖς δῆλον, 10, 13. ἀντολὴ (ἀνατολὴ), 5, 103. ἄντυξ, a chariot, 2, 166. ἀνύειν, 1, 93. ἀνύεσθαί τι, 5, 144. ἄνωγα, 24, 67. ἁμὸς (ἡμὸς, ἡμέτερος), 5, 108. ἁμᾶς ἀπάγχεσθαι, 3, 9. (ἡμῆς, ἡμετέρας), 2, 146. ἄνωθεν, 15, 91. ἀμολγεὺς, 8, 87. ἀοιδὸς, 7, 47. 15, 97. ἀπάρθενος, 2, 41. ἀπάρχεσθαι, 7, 33. ἀπειλεῖν, 24, 16. ἀπειπεῖν, 5, 22. ἆμος (ἦμος), 4, 61. ἀμπαύειν (ἀναπαύειν), 1, 17. ἀμπέχονον, 15, 21. ἄμπυξ, 1, 33. ̓́Αμυκλαι, 10, 35. ἄμυλος, 9, 21. ἀπέχθεσθαι, 7, 45. ἀπεχθὴς, Ι, 101, 141. ἄπληστος, 15, 30. ἀποβαίνειν, 15, 38. ἀπόκλαξον, 15, 43. ἀποκλίνειν. ἀποκλίνας ἐπ ̓ ἀριστερὰ, 7, 130. ἀποκλινθεὶς πρός τι, 3, 38. ἀπόκομμα, 10, 7. ἀπολύειν, 7, 147. ἀποπαύεσθαι, 1, 137. ἀποῤῥεῖν, 7, 121. ἀποσβεννύναι. ἀπέσβας, 4, 39. ἀποσκυλεύειν τί τινος, 24, 5. ἀποστάζειν, 15, 108. ἀπότιλμα, 15, 19. ἀναμετρεῖσθαι λόχον δυσμενέων, 24, ἀποτρώγειν τᾶς αὔλακος, 10, 6. 125. ἀνάριστος, 15, 147. ἀνάρσιος, 2, 7. ἀνάστατος (ἀνήσσητος), 6, 46. ἀνατρέπεσθαι, 8, 90. ἀναΰω. ἀνάϋσαν, 4, 37. ἀναφύειν, 10, 40. ἄνδηρα, τὰ, 5, 93. ἀνδρίον, 5, 40. ἀνέλπιστος, 4, 42. ἀνεμώνη, 5, 92. ἀνερωτᾷν. ἀνηρώτευν, 1, 81, ἄρκευθος, 1, 133. 5, 97. ἄρκτος, 7, 112. 24, 11. ἀρνακὶς, 5, 50. ἄρουρα, 24, 106. ἄρτι, 2, 80. with a present tense, now, 2, 104. 11, 9. 24, 63. ἀτάσθαλος, 7, 79. ἀτέραμνος, 10, 7. ἀτιμαγελεῖν, 9, 5. ἀτιτάλλειν, 15, 111. ἀτρακτυλλίδες, 4, 52. αὖλαξ, 10, 6. αὐλεία, 15, 43. αὐλεῖν, 6, 44. 7, 71. αὐλητρὶς, 2, 146. αὔλιον, 7, 153. αὐτὰς, final short, 3, 2. βέντιστος (βέλτιστος), 5, 76. βοηνόμος, 20, 41. βόλος. ἐς βόλον, 1, 40. βομβεῖν, 1, 107. 3, 13. βουκαῖος, 10, 1, 57. βουκολεῖν, 7, 92. βούτας, βώτας (βούτης), 1, 80, 86, 113. 6, 44. 7, 73. 20, 34. βράβυλον, 7, 146. βράγχια, 11, 54. βρίθειν, 15, 119. βέβριθε, 1, 46. βύσσος, 2, 73. βωκολιάκτας (βουκολιαστής), 5, 68. βωστρεῖν. βωστρέωμεν, 5, 66. βωστρή- γεραίρειν, 7, 94. γεραίτερος, 15, 139. γέρανος, 10, 31. γέρας, 1, 5, 10. γεώλοφον, 1, 13. 5, 101. δάκνειν, 15, 40. δάκτυλος, 8,23. δάκτυλα, plural, 19,3. δασπλῆτις, an epithet of Hecate, fem. δέδμανται (δέδμηνται), 15, 120. δέρκεσθαι, 6, 11. δὴ not a superfluous particle, 1, 18. δῆλον, forsooth, 10, 13. διὰ, 5, 22. δι ̓ ἀμοιβαίων, 8, 61. γιγνώσκω. οὐδ ̓ ἔγνω, neither did he ask, διάγειν, 11, 7, 81. 2, 5. γινώσκειν, 11, 5. γίνομαι, 11, 4. γλαυκὸς, 7, 59. γλάχων (γλήχων), 5, 26. γλυκύκαρπος, 11, 46. γλυκύμαλον, 11, 39. γλυκυφωνεῖν, 15, 146. γλύφανον, 1, 28. γόνυ, 24, 74. γραία, 2, 91. γραῖος. γραῖαν, 15, 19. γραμμὰ (γραμμή). ἀπὸ γραμμᾶς κινεῖν λίθον, 6, 18. γράμμα, τὸ, 18, 47. 24, 103. Hence γραπτὸς, 10, 28. 15, 81. γράφειν γράμματα, γυνὰ (γυνὴ), 1, 32. γυναῖκες, 20, 30. Δ. δᾶ (γῆ), 4, 17. 7, 39. |