Billeder på siden
PDF
ePub

πότνι· ἐγὼ δ ̓ οἶσῶ τὸν ἐμὸν πόνον ὥσπερ ὑπέσταν. χαῖρε Σελαναία λιπαρόχροε, χαίρετε κἄλλοι 165 ἀστέρες, εὐκάλοιο κατ' ἄντυγα Νυκτὸς ὀπαδοί.

5

Idyll. III.

Κώμ ο ς.

Κωμάσσω ποτὶ τὴν ̓Αμαρυλλίδα, ταὶ δέ μοι αἶγες βόσκονται κατ' ὄρος, καὶ ὁ Τίτυρος αὐτὰς ἐλαύνει. Τίτυρ ̓ ἐμὶν τὸ καλὸν πεφιλημένε, βόσκε τὰς αἶγας, καὶ ποτὲ τὰν κράναν ἄγε Τίτυρε, καὶ τὸν ἐνόρχαν, τὸν Λιβυκὸν κνάκωνα φυλάσσει, μή τυ κορύψῃ. Ω χαρίεσσ' Αμαρυλλί, τί μ' οὐκέτι τοῦτο κατ' ἄντρον παρκύπτοισα καλεῖς τὸν ἐρωτύλον ; ἦρά με μισεῖς; ἦρά γέ τοι σιμὸς καταφαίνομαι ἐγγύθεν εἶμεν; νύμφα, καὶ προγένειος; ἀπάγξασθαί με ποησεῖς. 163. πόθον κ. p.

164. κἄλλοι] 9., δ ̓ ἄλλοι vulg. 165. εὐκάλοιο] s. 6. 9., εὐκήλοιο vulg. Νυκτὸς] Wuestem., νυκτὸς vulg.

Libri: k. a. p. s. v.* 6. 16.* 23. D. Μ. Ο. Y. Med. Ald. Iunt. Call.

Κῶμος] Κῶμος Δωρίδι Y. in Hypoth. extr., Comos oda erotica Philet., Κῶμος Δωρίδι. Αμαρυλλίς ἢ Αἰπόλος ἢ Κωμαστής 61. Iunt., Αμαρυλλίς ἢ Αἰπόλος ἢ Κωμαστής p. M. Y. et addito Δωρίδι 23., Αἰπόλος ἢ Αμαρυλλίς ἢ Κωμαστής Hypoth. in Q. Gen. Call., tum Steph. II.

p. 121. κωμάσδω πρὸς τ. ̓Α. τ. Α.

[ocr errors]

165

5

9

vulg., Αἰπόλος ἢ ̓Αμαρυλλίς Med. Ald. Call.

3. πεφιλημένε] 25., πεφιλαμένε vulg. et Gell., πεφιλαγμένε α

5. κορύψῃ] a. D. M. Q. Υ. Antt., κορυψῆ k. p. s. 6., κοριψῆ 23., κορύξῃ Gell. Serv. 7. καλῆς a. Scholl.

[ocr errors]

Ερωτύλον ν. 1. in

8. εἶμεν] p. Q., εἶμες 23., ἦμεν 23. sec. vulg., ἦμες k. Μ. et 23. sup. ead.

[9.] ποησεῖς] D. Q. Iunt., που ησεις 6., ποιησεις vulg., ποιησῆς

TESTIMM. 1. 2. Hermog. π. ίδ. II, c. 3. Rhett. III. p. 305. κωμ. ὄρος (Vind. κωμάζω). Basil. in Nott. et Extr. Mss. Reg. Vol. XI, Diacon. ad Hes. Sc. 281. κωμάζω π. Anecdd. Boiss. III. p. 138. κωμάσδων ἀπηρχόμην ποτί τὰν μείζονα τοῦ ματαίου, κατὰ Θεόκριτον. 3-5. Gell.N.A. IX, 9. Serv. ad Ecl. IX, 23. Add. 5. EtG. 339, 15. Tzetz. ad Lycophr. 558. φυλ. μή τυ κορύψῃ. Phav. Lex. s. v. κορύψῃ: μή τι κορύψῃ. 6. 7. Ioann. Sic. Rhett. VI. p. 209. 8. Hypoth. ή ρά γέ

τοι σ. κατ.

[ocr errors]

IMITT. 15] Virg. Εcl. IX, 21. vel quae sublegi tacitus tibi carmina nuper, | quum te ad delicias ferres Amaryllida nostras: |,,Tityre, dum redeo, brevis est via, pasce capellas, | et potum pastas age Tityre, et inter agendum occursare capro, cornu ferit ille, caveto“. Virg. Ecl. VIII, 34. promissaque barba (tibi est odio). - II, 7. mori me denique coges.

[9]

10

15

k.

22

[ocr errors]

23

24

10

Τὸν στέφανον τῖλαί με καὶ αὐτίκα λεπτὰ ποησεῖς, 21
τόν τοι ἐγὼν Αμαρυλλὶ φίλα κίσθοιο φυλάσσω
ἀμπλέξας καλύκεσσι καὶ εὐόδμοισι σελίνοις.
Ὤμοι ἐγών, τί πάθω; ἃ δύσσοος, οὐχ ὑπακούεις;
ἡνίδε τοι δέκα μᾶλα φέρω. τηνῶθε καθεῖλον,
ὦ μ' ἐκέλευ καθελεῖν τύ· καὶ αὔριον ἄλλά τοι οἰσῶ.
Θᾶσαι μὰν θυμαλγὲς ἐμὸν ἄχος. αἴθε γενοίμαν
& βομβεῦσα μέλισσα καὶ ἐς τεὸν ἄντρον ἱκοίμαν
τὸν κισσὸν διαδὺς καὶ τὰν πτέριν, ἅ τυ πυκάσδει.
Νῦν ἔγνων τὸν Ἔρωτα· βαρὺς θεός· ἦρα λεαίνας

Versum ut spurium eieci interrogationis signo in finem praecedentis versus translato.

9. καὶ αὐτίκα] καὐτίκα W., κατ' αὐτίκα 23. Q. Iunt. Scholl., καταυτίκα Κ. a. p. s. D. M5. Y. Med. Ald. Call., παραυτίκα 64, πραυτίκα (2. ποησεις] 6. pr. D. Q., ποησῆς Κ., ποιησεις 6. sec. et vulg., ποιησῆς a. Versus 9-12. huc transposui, quum vulgo post Vs. 23. [20.] legantur.

[blocks in formation]

15

δυσ

Post

τίς ὁ p., πάθω, τί ὁ 23. Antt.,
πάθω; τί ὁ Heins. vulg.
σόος cum γρ. δύσσους Μ5.
δύσσοος in Med. Ald. Call. nulla
distinctio, in Iunt. punctum, vulg.
post Heins. interrogatio.

[ocr errors][ocr errors]

13. ἡ νίδε] ἡνὶ δὲ 23. et Scholl., ἠνὶ δὲ p. Antt., ἠνίδέ Μ. Υ., ἠνίδε vulg. post Reisk. μῆλα κ. τη νώθε] 23. sec. et vulg. addicente Theognosto, τηνὧδε Q- ICall., τη νῶ δὲ p. 23. pr. Q.

[ocr errors]

15. ἐμὸν δ ̓ 6., ἐμὶν Med. Iunt., ὑμῖν Gregorii codd. a. b. — ἄχθος 23. εἴθε a. 16. Y. Antt. ante Mor. 17. πτέρυν a. s. κάσδει] ὁ τὸ πυκάσδη cum gl. ἥ σε πυκάζει 23., & τὸ πυκάσδῃ

[ocr errors]

α τυ πυ

η

vulg., πυκάσδει Q., πυκάσδει D., ᾧ pro s

18. λεαίνης Stob. Ars. et Thom. Μ.

TESTIMM. 13. Theognost. Oxx. II, 157, 9. (Ann. Bekk. 1423) tý v wθεν. 15. Greg. S. 75. θᾶσαι ἄχος. 18-20. Stob. Flor.

LXIV., 23. et hinc Arsen. bis in Paroemiogr. II. p. 548. (τέϊν pro τέ νιν Trinc., κατασμήχων Ars. altero loco, καὶ ὀστέων A. Vs. vulg, καὶ ὀστέον L. Ars.) Thom. Μ. s. v. μαστός: εὕρηται δὲ καὶ μαζὸς ἐπὶ θηλέος καταχρηστικῶς. Θεόκριτος ή ῥα λεαίνης μαζὸν θήλασδε. Eustath. 1054, 52. παρὰ τῷ βουκολιάζοντι μαζών θηλάσαι γάλα.

[ocr errors]

IMITT. 13. 14] Virg. Ecl. III, 70. quod potui, puero silvestri ex arbore lecta aurea mala decem misi; cras altera mittam. 18. 19] Virg. Ecl. VIII, 43. nunc scio, quid sit Amor: duris in cotibus il lum | Ismarus aut Rhodope aut extremi Garamantes nec generis nostri puerum nec sanguinis edunt. Nic. Eug. II, 90. γάλα λεαίνης ἐξεμύ ζησας ἄρα | καὶ μαστὸν ἄρκτων ἐξεθήλασας τάχα. Ibid. VI, 373. θεὸν βαρύν σε θᾶττον ἐγνώκειν Ἔρως, [ εὗρον δρυμώνος θρέμμα, θηρίου γόνον.

[blocks in formation]

μαζὸν ἐθήλαζε, δρυμῷ τέ νιν ἔτραφε μάτηρ,
ὅς με κατασμύχων καὶ ἐς ὄστιον ἄχρις ἰάπτει.

Ὦ τὸ καλὸν ποθορῶσα, τὸ πᾶν λίπος· ὦ κυάνοφρυ
Νύμφα, πρόσπτυξαί με τὸν αἰπόλον, ὥς τυ φιλήσω.
ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλήμασιν ἁδέα τέρψις.

Τὰν βαίταν ἀποδὺς εἰς κύματα τηνῶ ἡλεῦμαι,
ὡπερ τὼς θύννως σκοπιάζεται Ὄλπις ὁ γριπεύς·
καἴκα μήποθάνω τό γε μὰν τεὸν ἡδὺ τέτυκται.
Ἔγνων πρᾶν, ὅκα μοι μεμναμένῳ, εἰ φιλέεις με,
οὐδὲ τὸ τηλέφιλον ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα,

19. μαζὸν] Thom. Mag, μαστὸν Stob. Ars., μασδὸν vulg. ἐθήλαζε] a. p. s. 6. D. Q. Y. Med. Ald. ἐθύλαξε Call., ἐθήλασδε k. 23. Μ., θήλασδε Thom. Mag., ἐθήλαξε Iunt. Ars., ἐθήλαξεν Stob. et Ars. altero loco. νιν] Stob. Ars., μιν vulg. ἔτραφε] (a. 6.) 5. Μ5. Call. Stob. Ars., ἔτρεφε k. p. s. 23. D5. Q. Y. Med. Ald. Iunt.

20. ὄστιον] ὀστίον Bergkius, ὀστέον vulg. ἱκάνει p. 23. Q.

[ocr errors]

21. ποθορῶσα] 6. D. Y. Antt., ποθορουσα 23. pr., ποθορεῦσα κ. a. p. 23. sec. M. Q. ICall. Mor. λίπος] v. l. in Scholl., τὸ πᾶν ἔπος v. l. in Scht. i. e. ΑΙΠΟΣ iudice Duebnero, λίθος vulg. κυάνοφρυ] 23. Q. Υ. Antt. et tacite Ziegl., κυανόφου vulg. post

Heins.

22. Νύμφα] νύμφα vulg. φιλήσω] φιλάσω vulg.

[ocr errors]

23. φιλήμασιν] p. 6. 23. Stob., φιλάμασιν Με. Q5. vulg. StL. Ars. 24. εἰς] 21. 24. 25. Antt., ἐς k2. pl. 23. Q. et vulg. την ῶ] Κ. p. 23., τήνω Q5, τῆνα 23. sec. vulg., tηv va.

[blocks in formation]

20

25

25. οὗπερ κ., ὦ θύνως Κ., τοὺς θύννους a. p. et superse. @ 6. γριππεὺς D. Y.

[ocr errors]

26. naina] k4. a. p. s. 6. 23. Q., καίκα κ. Μ. Ο., κἤκα 23. sec. vulg. — μἠποθάνω] μή ποθάνω Mor., μὴ ποθάνω Iunt., μὴ ποθάνω a. p. 6. 23. Μ5. Q., μὴ ἀποθάνω k., μ' ἀποθάνω D. Y., μἀποθάνω Med. Αld., μὰ ἀποθάνω Call.

θὰν pro μὲν k4 Post ἀποπάνω aposiopesis indicium posui pro commate.

27. πρᾶν] πρὰν vulg., θὰν k2. ὅκα μοι] Greverus, ὅκα μεν vulg. post Wint, ὅκά μευ Antt., ὅ κάμω 23. sec., ὅτε (μεν) p. 4. ὅτ' ἐμεῦ ρε., ὅτ' ἔμοιγε 23. D. (ἔμουγε Da) Q., ὅτ' ἔμοιγε κ. μεμναμένῳ] Q., μεμναμένω 23. D. Mor. vulg., μεμναμένου 6. Da. Y. Antt.

28. τηλέφυλλον 23., τηλέφιον Μ. et v. l. in 23. ead. — ποτεμάξατο τὸ πλατάγημα] k. at p. s. 6. 23. D. M. Q. Y. Iunt. Call., ποτ ̓ ἐμάξατο τὸ πατάγημα a, ποτεμάξατο πλατάγημα p1.2., ποτιμαξάμενον πλατάγησεν Med. Αld., ποτιμαξάμενον ἐπλατάγησεν ν. l. in SchCall.

TESTIMM. 22. Apollon. de synt. 120, 14. Bekk. ὥς τυ φιλά σω s. n. ex cod. Porti, quum in A. totum exemplum desit, in B. C. D. Ald. vox φιλάσω. 23. Stob. Flor. LXIII, 19. Arsen. Paroem. II. p. 423. 24. Greg. S. 103. βαίτα s. n. 25. Greg. S. 104. ὄλπις ὁ ἁλιεύς 5. Π. 27. Greg. S. 83. ἔγνων πράν.

IMITT. 23] Bucol. Inc. VIII, 4. ἔστι καὶ ἐν κενεοῖσι φιλάμασιν ἁδέα τέρψις. 24] Virg. Ecl. VIII, 59. praeceps aerii specula de montis in undas | deferar. 27. 28] Agath. AP. V, 287. σπεύδων εἰ φιλέεις με. Id. AP. V, 296. ἐξότε τηλεφίλου πλαταγήματος ἠχέτα βόμβος | γαστέρα μαντώου μάξατο κισσυβίου, | ἔγνων ὡς φιλέεις με

[ocr errors]

30

35

40

ἀλλ ̓ αὕτως ὁμαλῶ ποτὶ πάχεος ἐξεμαράνθη ̇
Εἶπε καὶ ὁ Γραίω ταλαθέα κοσκινόμαντις,
ἁ πρᾶν ποιολογεῦσα παραιβάτις, ὥνεκ ̓ ἐγὼ μέν
τὶν ὅλος ἔγκειμαι, τὺ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιῇ.
Η μάν τοι λευκὰν διδυματόκον αἶγα φυλάσσω,
τάν με
καὶ ὁ Μέρμνωνος ἐριθακὶς ἁ μελανόχρως
αἰτεῖ, καὶ δωσῶ οἱ, ἐπεὶ τύ μοι ἐνδιαθρύπτῃ.

Αλλεται ὀφθαλμός μεν ὁ δεξιός· ἦρά γ' ἰδησῶ
αὐτάν; ἀσεῦμαι ποτὶ τὴν πίτυν ὧδ ̓ ἀποκλινθείς.
καί κ' ἔμ' ἴσως ποτίδοι, ἐπεὶ οὐκ ἀδαμαντίνα ἐστίν.
Ἱππομένης ὅκα δὴ τὰν παρθένον ἤθελε γᾶμαι,
μᾶλ ̓ ἐνὶ χερσὶν ἑλὼν δρόμον ἄνυεν· ἡ δ ̓ Αταλάντα
ὡς ἴδεν, ὡς ἐμάνη, ὡς εἰς βαθὺν ἅλατ ̓ ἔρωτα.
Τὰν ἀγέλαν χὼ μάντις ἀπ' Ὄθρυος άγε Μελάμπους
ἐς Πύλον· ἃ δὲ Βίαντος ἐν ἀγκοίνῃσιν ἐκλίνθη,

[blocks in formation]

30

35

40

[merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small]

34.

TESTIMM. 31. Eustath. 412, 42. Θ. τὴν παρ ̓ αὑτῷ ἐριθακίδα ἤτοι μισθώτριαν παραιβάτιν λέγει (in quibus error memoriae). Eustath. 1162, 24. ἡ μισθώτρια ἐριθακὶς λεγομένη, cf. ad vs. 31. Epim. Hom. in Ann. Oxx. I. p. 64. Μέρμνων. 36. Eustath. 675, 42. άλλεται δεξιός s. n. 39-41. Tzetz. Chil. XII, 945. (ävve Sgóμου Αταλάντη, sed τα cod. A. ap. Presselium ad Tzetzae Epistt.) Serv. ad Ecl. VIII, 41. Add. ὡς ἔδεν ὡς ἐμάνη.

IMITT.

34. 35] Virg. Ecl. II, 43. iam pridem a me illos abducere Thestylis orat; | et faciet, quoniam sordent tibi munera nostra.

45

50

μάτηρ ἡ χαρίεσσα περίφρονος Αλφεσιβοίης.

Τὰν δὲ καλὰν Κυθέρειαν ἐν ὥρεσι μῆλα νομεύων
οὐχ οὑτῶς ὁ ̔́Αδωνις ἐπὶ πλέον ἄγαγε λύσσας,
ὥστ ̓ οὐδὲ φθίμενόν νιν ἄτερ μαζοῖο τίθητι;
Ζαλωτὸς μὲν ἐμὶν ὁ τὸν ἄτροπον ὕπνον ἰαύων
Ενδυμίων, ζαλῶ δὲ φίλα γύναι Ιασίωνα,
ὃς τοσσῆν ἐκύρησεν, ὅσ ̓ οὐ πευσεῖσθε βέβαλοι.
̓Αλγέω τὴν κεφαλάν, τὴν δ ̓ οὐ μέλει. οὐκέτ ̓ ἀείδω,
κεισεῦμαι δὲ πεσών, καὶ τοὶ λύκοι ὧδέ μ' ἔδονται.
ὡς μέλι τοι γλυκὺ τοῦτο κατὰ βρόχοιο γένοιτο.

[merged small][ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small]

45

50

48. άuiv pl. 2. 23. Q. ἰαίνων Iunt. Mor.

50. τοσσῆν] p. 23. (ω sec.) et vulg., βεβάλοις Q. Μor.

17., τόσσων τόσσον Mor.

51. άly p. 23. Q.
Tiv p, toi p2. et v. l. in
τὴν δ ̓ ρι·

pro μιν vulg.

μαζοιο k. a. p. s. 6. Ps. Q. sec. Antt., μασδοῖο 23. M5. Q5. pr. Mor. vulg., μάλοιο v. l. in Gi4. (aut Gl23.) Meinekius coniecit παστοΐο; ego malim μαροῖο.

[blocks in formation]

52. κεισεῦμαι πεσσών p. 23., δὲ om. p. Q., πεσσὼν ρ1· ὧδ ̓ ἔδω p, ὧδε ἔδ p1., u' om. p2. ἔδονται] s. 6. M5. Greg., ἔδοντι (k. a.) p. 23. D. Q. Y. Antt.

TESTIMM. 44. Ε.Μ. 73, 1. ̓Αλφεσίβοια.

46. Greg. §. 84.

48. 49. Scholl. Apoll. IV, 57. ζάλ.--Ενδυμίων (ἔην pro ἐμὶν).

52. Greg. §. 73.

53. EtM. 215, 52.

« ForrigeFortsæt »