5 10 15 Idyll. III. (Theocr. XXI.) ̔Α πενία Διόφαντε μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει, Ιχθύος ἀγρευτῆρες ὁμῶς δύο κεῖντο γέροντες, 5 15 10 Μ. et sius, τελῆγα Ald., τε λῆγα 11 superscripto ι vel υ super η 18., φυκιόεντά τε λῆδα Iunt. Call. 11. ὁρμιαὶ] Mein., ὁρμειαὶ vulg., οἱμειαὶ 111. b. M. Ald., οἶνειαὶ 18. κύρτοί τε] κύρτοι τέ Iunt., κύρτοι M. vulg. 12. κώπα τε] coni. Kiesslingius (praeeunte Strothio, qui κῶπαί τε), κωά τε 11. M. Ald., κῶας τε Iunt., κωάς τε (18.) Call. — τ' ἐπ ̓ Brunck., δ ̓ ἐπ ̓ M. vulg. 13. εἷμα τάπης τε] εἵματα πύσοι 11. 18. Μ., εἵματ ̓ ἄπυσοι Αld., εἵματα πῖλοι Iunt. Call. 14. στόλος] πόνος vulg. πλοῦτος] 11b. sup. M. sup. Call. vulg., πλεῦτος 11b. pr., πλῶτος 18. Μ. pr., πλᾶτος Ald. Iunt. 15. οὐδὸς] coni. Briggsius, οὐδεὶς 11. 18. vulg. οὐ κλῄθραν] οὐ κύθραν Μ., οὔκυθραν 18., οὐ χύτραν 111. b. Ald., οὔχυθράν 114, οὐ χύτραν Iunt. Call. οὐ κύνα] Iunt., οὐ κίνα 11., οὐκΐνα Ald., οὐ Κίνα 18. Μ., οὐχ ἵνα Call. πάντ ̓ ἐδόκει τήνοις· ὰ γὰρ πενίά σφας ἐτήρει. οὐδεὶς δ ̓ ἐν μέσσῳ γείτων πέλεν· ὁ δὲ παρ ̓ αὐτάν θλιβομέναν καλύβαν τραφερὰν προσέναχε θάλασσα. κοὔπω τὸν μέσατον δρόμον ἄνυεν ἅρμα Σελάνας, 20 τοὺς δ ̓ ἁλιεῖς ἤγειρε φίλος πόνος, ἐκ βλεφάρων δέ ὕπνον ἀπωσάμενοι σφετέραις φρεσὶν ἤρεθον αὐδάν. ΑΛΙΕΥΣ Α. 25 Ψεύδοντ ̓ ὦ φίλε πάντες, ὅσοι τὰς νύκτας ἔφασκον μὴ λαθόμαν, τί τὸ χρῆμα χρόνων ταὶ νύκτες ἔχοντι. 25 ̓́Απφ ̓, ἁλίως μέμφῃ τὸ καλὸν θέρος; οὐ γὰρ ὁ καιρός ΑΛΊΕΥΣ Α ́. ̓Αρ ̓ ἔμαθες κρίνειν πόκ ̓ ἐνύπνια; χρηστὰ γὰρ εἶδον. 30 οὔ σε θέλω τὠμῶ φαντάσματος ἦμεν ἄμοιρον. ὡς καὶ τὰν ἄγραν, τὠνείρατα πάντα μερίζευ. Antt. 16. τήνοις] 11. 18. Μ., τήνας ἃ γὰρ] Reisk., ἄγρα 11. 18. M. Ald., ἄγρας Iunt. Call. σφας] σφὰς Call., ἡ σφᾶς 11. 18. pr. Ald., ἣ σφᾶς Μ., ἡ σφιν 18. sec., σφιν Iunt. ἐτήρει] ἑτέρη 11., ἑταίρη 18. Μ., ἑταίρα Iunt, ἑταίρους Aid. Call. 17. πέλεν· ἁ] coni. Reiskius, πενία 11. 18. Μ. Ald. Call.,, πάντη Iunt. αὐτάν] Wint., αὐτήν Μ. vulg. 18. τραφεράν] τρυφερὸν vulg., τραφερὸν Musgravius. 19. κοὔπω] 18. Μ., οὔπω vulg. 21. αὐδάν] coni. I. H. Vossius, ᾠδάν vulg. Per 22. ψεύδοντ ̓ ὦ] coni. Briggsius, ψεύδοντο ὦ Ζ., ψεύδοντο 11. Ald., ψεύδονται Μ. vulg. sonae in 11. 18. M5 Antt. non distinctae; primus Winsemius praefixit Asphalion et Alter, deinde Stephanus sigla A. et B. 20 23. μινύθην 11. – τἄματα] Mor. vulg., τ ̓ ἄματα Call., τ ̓ ἅματα Ald. Iunt. φέρει Ζεύς] 11. sec. Iunt. Call., φέρει 11. pr. Αld., φέρουσι Μ5, φέρουσιν 18. 25. λαθόμαν] Brunck., λαθόμην vulg. χρόνων ταὶ] χρόνου ταὶ Bern. Martinus Varr. Lectt. 3, 19., χρόνον δ' αἱ vulg., χρόνον δὲ αἱ 11. Ald. In medio versu Iunt. nihil distinctionis habet, Ald. comma post χρῆμα, Call. interrogativum post λαθόμην. 20. ἄπφ ἁλίως] ἄπφ ̓ ἅλιον coni. Briggsius (praeeunte partim Koehlero, qui ἄπφα λίαν), Ασφαλίων M. vulg. 27. ἑὸν] Iunt., ἐὸν Call., νέον 11. M5 Ald., νέο” 18. 28. ποιεί τοι] Hermannus, ποιεῦντι 11. 18. M. Antt., ποιεῦτι Mor., ποιεῖ τιν Steph. 31. μερίζευ] Μ., μερίζεν vulg., μέριζεν Ald., μερίζον 11. 30 35 40 45 εὖ γὰρ ἂν εἰκάξαις κατὰ τὸν νόον· οὗτος ἄριστος 32. εὖ] Graefius et Briggsius, οὐ vulg. ἂν εἰκάξαις] Briggsius post Graefium, qui ἂν εἰκάξῃς (praeeunte olim Scaligero, qui ὃς γὰρ ἂν εἰκάξῃ), νικάξη 11. 18. Αld., νικάξῃ Μ., νικαξῆ Iunt. Call. 33. ἐστὶν] 11. 18. Steph.II., ἔστιν (M3) Antt. 2 34. ἀλλ ̓ ὡς] ἄλλως Iunt. Call., ἄλλος 11. 18. M. Ald. σχολά ἔστι] σχολὴ ἐστὶ Iunt., χολὴ ἐστὶ Call., σχόλλοντι 114 18., σχόλον τί 111.b., σχόλλον τι Μ., χόλον τι Αld., σχολὰ ἐντὶ Brunck. (σχολὴ ἐντὶ coni. Reiskius). ποιεῖν] 11. 18. Μ5· Verba τί γὰρ usque ad τάδ' ἔχειν primus pro parenthesi esse volui. 36. ἀδὼν] ἄλλον 111b, ἄλλον 114, ἄλονος Ald., ἄλλονος 18. Μ., ἄσμενος Iunt. Call. — δρυμῷ] coni. Wordsworthius, ῥάμω 11. 18. Μ., ῥάμῳ Ald. Iunt., ῥάμνω Call. λύχνειον 11. Antt. ante Steph. Antt. ἄρτω 45. ἄρκτον] ἄρτον c. Κ. Μ. sup., 111.5. M. pr. Ald, ἄρτῳ 114 18., ἄρτως Iunt. Call. 46. τὠγκίστρῳ] 18. Μ., τῶν ̓κίστρων 11., τἀγκίστρων Ald., τἀγκίστρῳ Iunt. Ald. --- 37. ἀγρυπνίαν] Reisk,, ἄγραν 11. 18. M. Ald., ἄγραν ἀεὶ Iunt., 47. τῶ] Brunck., τοῦ M5 vulg. 48. τῶ] τὼ vulg. τεινομένω] coni. Wartonus, τεινόμεναι αἰὲν ἄγραν Call. τάδ ̓] τόδ’Ald. Iunt., τεινόμενον 11. 18. Μ., vulg. θέλε δή] λέγεε c., λέγεο τεινόμενος Call. περικλῶν 18. M. Ald., λέγω 11., λέγε μοι Iunt. νέμον] περικλώμενον 11. 18. Μ. πότε] ποτὲ 11. 18. vulg. Ald., περὶ κνώδαλον Iunt., περι Call. 35 40 Verba λέγε μοι ἑταίρῳ vulgo alteri piscatori interloquenti tribuuntur, quod mutavi. 38. πᾷ τοι ἔοικε λέγειν] τά τις ἔσσεο καὶ λέγει 18., τά τις ἔστ σεο δὲ λέγει 11. M5 Ald., πάντα τεῷ δὲ λέγων Iunt. Call. μανύεν] Κ., μάνυεν 11. 18. Μ., μάνυαν Αld., μήνυσον Iunt. Call. 39. Vulgo verba ἐν εἶν. π. distinctione ad κατέδαρθον trahuntur, quod 45 mutavi. δὲ δόκευον Iunt. Call., δὲ δόκεον 42. δ ̓ ἐδόκευον] 11. 18. Μ., Ald. 44. τρυφερῶν] I. H. Vossius, τραφερῶν vulg. 50 55 60 πῶς μὲν ἕλω μέγαν ἰχθὺν ἀφαυροτέροισι σιδάροις; 91 ἢ τάχα τᾶς γλαυκᾶς κειμήλιον ̓Αμφιτρίτης. 5 κνώδαλον Call. εὐρὺν] 11. 18. Μ., εὑρὺν Ald., εὗρον Iunt. Call. Distinxi cum Antt., quum vulg. auctore Winsemio in f. v. comma positum sit. 50. ὑπομιμνάσκω 18. Μ. τρώματος] 111 b. Μ., τραύματος vulg. - ἠρέμ ̓ ἔνυξα] Hermannus (praeeunte Eidikio, qui ὑπομίμνασκεν – ἠρέμα νύξας), ἆρ ̓ ἐμὲ νύξας 18. Μ. Ald, ἄρ ̓ ἐμὲ νύξας 11., ἆρ ̓ ἐμὲ νύξεις Iunt. Call. 51. νύξας ἐχάλαξα] Hermannus praeeunte Briggsio (qui νύξας ἐχάλασσα), νύξαι χαλέξας 111 1, sic vel νύξαι χαλάξας 114, νύξε χαλέξας MD, νύξεαι χαλέξας 18. 13. Ald., νύξη χαλέψας Call., νύξη χαλεπῶς Iunt. καὶ om. Call. φεύγοντ ̓ ἐνέτεινα] coni. Briggsius, φεύγοντες ἔτεινα 11. 18. Μ. Ald., φεύγοντος ἔτεινα Iunt. Call. 52. ἤνυσ ̓ ἑλών] Fr. Iacobs, ἠνυσιδὼν 11. 18. Μ., ἤνυσ ̓ ἰδὼν Antt. π ἀνείλκυσα] 11. 18. Μ. ἀνήλκυσα Antt. x v Antt., ἰχθύν Mor. vulg. 53. πάντα γέ τοι] πάντα τὲ τῷ 18., πάντα τε τῷ Μ., πάντα τοι τῶ Αld., πάντα τόι 1111, πάντοι τοι 114, παντᾶ τοι Iunt., παντᾶ τῶ Call. σε 114, με Call. δεῖμα] Iunt. Call., σῆμα 11. 18. M. Ald. 54. πέλει] 18. Ald., πέλοι vulg. 55 60 πεφιλημένος] 18., πεφιλαμένος vulg., ὁ πεφιλαμένος Ald. Iunt. · ἰχθῦς] Antt., ἰχθύς Mor. vulg. 55. λευκᾶς 18. – ̓Αμφιτρίτης] 11. 18. Mỹ Antt. 56. ἐγὼν] (18.) Iunt., ἐγὼ 11, M5· Ald. Call. τῶν ̓γκίστρων 11. Ald. Iunt. 57. μὴ ποτὶ] μή ποτε vulg. τοῦ 11. 18. — τω γκίνια] τωγκίστρια 11b.4. 18. Μ., τῷ ̓γκίστρια 111 Ald. Iunt., τὼ ̓γκίστρια Call. ἔχοντι] 18. Μ., ἔχοισα 11. Ald., ἔχοιεν Iunt. Call. πι 58. σπεύσας ὅκ ἀνάγαγον] πιστεύσασα καλαγετὸν 114 18., στεύσασα καλά γε τόν Μ. Αld., πιστεύσασα καλώγε τόν 111·, πιστῆρσι κατῆγον Iunt. Call., σπεύσας ἄκαλ ̓ ἄγαγον Graefius. —, εὐ σπείρατον] ἠπείρατον Ald., ἠπήρατον 11. 18. Μ., ἐπ ̓ ἠπείροιο Iunt. Call. 59. μηκέτι] Brunck., δ ̓ ὠκέτι M5,ut videtur, δ ̓ οὐκέτι Antt., δ ̓ οὐκ ἔτι 11. 18. 60. μενεῖν] Mein., μένειν vulg. καὶ τῷ χρυσῷ] καὶ τῷ χρυσω Call., και τοι χρυσῷ 11. 18. Μ. Ald. Iunt. βασιλεύσειν] 114 18. η M. Call., βασιλεύσει 111. b., βασιλεύσει Ald., βασιλεύειν Iunt. 61. καὶ τὰ δ ̓ ὦ ξεῖνε Αld., καὶ δ ̓ ὦ ξένε Iunt. 62. ταρβῶ] Iunt. Call., ταῤῥῶ c., θαρρῶ 11. 18. M. Ald. ΑΛΙΕΥΣ Β ́. καὶ σύγε τί τρέσσεις; οὐκ ὤμοσας· οὐδὲ γὰρ ἰχθῦν 5 65 εἰ – μὴ γὰρ κνώσσων – τὺ τὰ χωρία ταῦτα ματεύεις 65 Ὄλπις τῶν ὕπνων, ζάτει τὸν σάρκινον ἰχθῦν, μὴ σὺ θάνῃς λιμῷ κἀπὶ χρυσοῖσιν ὀνείροις. Idyll. IV. (Theocr. XIX.) Τὸν κλέπταν πότ ̓ Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα 9 63. σύγε τί] σύ γε 11. 18. Μ. Ald., σύ γε μὴ Iunt. Call. — τρέσσεις] 11. 18. Μ., τρέσεις Ald, τρέσσης 11. sup. Iunt. Ald. ἰχθῦν] Antt., ἰχθύν Mor. vulg. 64. ὡς ἴδες εὗρες] Iunt., ὡς εἶδες εὗρες 11. 18. M. Ald., εἶδες ἢ εὗρες Call. ἴσα δ ̓ ἦν] ἴσα δ ̓ ἐν 18. Μ., εἴσα δ ̓ ἐν 11., εἶσα δ ̓ ἐν Ald., ἴσαι δὲ Iunt. Call. ὄψις] Κ., ὄψεις vulg. 65, εἰ – μὴ γὰρ] εἰ με γὰρ 11. 18. M. Ald., εἴ γ ̓ ὕπαρ ὡς Iunt., εἰ δ ̓ ὕπαρ, οὐ Call. τὺ τὰ] Iunt. Call., τοῦτο 11. M. Ald., τού , - μ του 18. — χωρία 18. Μ. ματεύ 05] 18. Μ., μαντεύεις 11., μου ει τεύσεις Ald., ματεύσεις Iunt. Call. 1 5 66. Ολπις] ἐλπὶς vulg. τὸν ὕπνον 11. 18. corr. (pr. ὕπνων). Ald.“ — ζάτει] coni. Stephanus in ed. II., ζατεὶ vulg. σάρκιον 11. Ald. Call. — ίχθῦν]͵ Ald. Iunt., ἰχθύν Call. vulg., ἰχθήν Ald.α. 67. κἀπὶ] καίτοι vulg. Libri: c.* 23. Ald. Ald.β. Iunt. Call. Κηριοκλέπτης] c. 23. Antt., ἐφύση] Θεοκρίτου r. mg. 5. δειξέ τε] coni. Reiskius, δείξε 23. Ald. β., δεῖξεν vulg. ὅττι a. δε σ ἐστὶ] Iunt., ἐντὶ vulg. 6. IMITT. 67] Lucian. Gall. 1. σὺ δὲ ὅρα, ὅπως μὴ ὄναρ πλουτῶν λιμώττῃς ἀνεγρόμενος. — Ibid. 6. ὄνειρος χρυσοῦς. 1 seqq.] Anacreont. 33. Bgk., cf, Nic. Eugen. IV, 311 seqq. 3. 4] Agath. AP. V, 287. ἡ δὲ μέγα στονάχησε καὶ ἥλατο καὶ τὸ πρόςωπον | πλῆξε. |