Billeder på siden
PDF
ePub

110

115

120

ἄμμες δ' οἱ μεγάλοι καὶ καρτεροί, οἱ σοφοὶ ἄνδρες,
ὁππότε πρᾶτα θάνωμες, ἀνάκοοι ἐν χθονὶ κοίλᾳ
εὕδομες εὖ μάλα μακρὸν ἀτέρμονα νήγρετον ὕπνον.
καὶ σὺ μὲν ὦν σιγᾷ πεπυκασμένος ἔσσεαι ἐν γῇ,
ταῖς Νύμφαισι δ ̓ ἔδοξεν ἀεὶ τὸν βάτραχον ᾄδειν.
πῶς δ ̓ ἐγὼ οὐ φθονέοιμι; τὸ γὰρ μέλος οὐ καλὸν ᾄδει.
ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ πένθεος ἄρχετε Μοῖσαι.

115

α ́ Φάρμακον ἦλθε Βίων ποτὶ σὸν στόμα φαρμακοειδές.
πῶς τευ τοῖς χείλεσσι ποτέδραμε κοὐκ ἐγλυκάνθη;
τίς δὲ βροτός, τοσσοῦτον ἀνάμερος ὡς κεράσαι τοι
ἢ δοῦναι λαλέοντι τὸ φάρμακον, οὐ φύγεν ᾠδάν;
ἄρχετε Σικελικαὶ τῶ πένθεος ἄρχετε Μοῖσαι.
̓Αλλὰ Δίκα κίχε πάντᾳ. ἐγὼ δ ̓ ἐπὶ πένθεϊ τῷδε
δάκρυσι καὶ τεὸν οἶτον ὀδύρομαι. εἰ δυνάμαν δέ,

[merged small][merged small][ocr errors][ocr errors][merged small][merged small]

110

ποκ' ἔδραμε οὐκ M. Alda, ποκ
ἔδραμεν οὐκ 23., πόκ' ἔδραμεν·
οὐκ L.

120

118. τοσοῦτον 6. 16. 23. Υ. Urs., γε τοσοῦτον Alda. ὡς] ὃς 6. 16. D. Y., ὅτι 18. mg., ἢ vulg. κεράσαι τοι] 18. mg. et codd. Ursini, κεράσαιτο 6. 23. L. Ald., κεραίσαιτο p., κεράσαι τὸ 18. Μ., κεράοντι s. 16. Y. Ald., κεράοντι D., κεράωντοι Iunt. Call., κεράωντι

Mor.

[merged small][merged small][ocr errors][merged small][merged small][ocr errors]

125

130

ρ

ὡς Ὀρφεὺς καταβὰς ποτὶ Τάρταρον, ὥς ποκ ̓ Ὀδυσσεύς,
ὡς πάρος ̓Αλκείδας, κἠγὼ τάχ ̓ ἂν ἐς δόμον ἦλθον
Πλουτέος, ὥς κέ σ ̓ ἴδοιμι, καὶ εἰ Πλουτῆι μελίσδῃ, 125
ὡς ἂν ἀκουσαίμαν, τί μελίσδεαι. ἀλλ ̓ ἔτι Κώρᾳ
Σικελικόν τι λίγαινε καὶ ἁδύ τι βουκολιάζευ.
καὶ κείνα Σικελά, καὶ ἐν Αἰτναίαισιν ἔπαιζεν
ᾀόσι, καὶ μέλος ᾖδε τὸ Δώριον· οὐκ ἀγέραστος
ἐσσεῖθ ̓ ἁ μολπά, χὡς Ὀρφέϊ πρόσθεν ἔδωκεν
ἁδέα φορμίζοντι παλίσσυτον Εὐρυδίκειαν,
καὶ σὲ Βίων πέμψει τοῖς ὤρεσιν. εἰ δέ τι κἠγών
συρίσδων δυνάμαν, παρὰ Πλουτέϊ κ ̓ αὐτὸς ἄειδον.

trium literarum sequente D. δυνάμαν] 18. 23. L. M. Ald.“, δυνάμην 6. 16. pr. D. Y. Ald. Iunt. Call., δυναίμην 16. corr.

124. ἐς] 18. sup. Ald. Iunt. Call., els 6. 16. 18. 23. D. L. M. Y. Ald.". 125. ὥς κέ σ'] coni. Schaeferus, ὥς κεν vulg. – μελίσδῃ] μελί

-

ทุ

σδεις 23., μελίσδης p. L. Ald.“, μελίσδεις vulg.

126. ἀκουσαίμαν] 18. 23. L. M. Ald.“, ἀκουσαίμην 6. 16. D. Y. Ald. Iunt. Call., ἀκο κουσαίμιν Dc. μελίσδεο 18. (superscr. αι) et 23. L. M. Ald. Ald.". ἀλλ ̓ ἔτι] ἀλλ ̓ ἐπὶ vulg., ἀλλὰ ἐπὶ Ald. Calid, καὶ παρὰ 18. 23. Μ. Ald.α., καὶ πᾶσα L. 127. βουκολιάζευ] 18. 23. L. Μ., βωκολιάζευ Ald.“, βουκολιάσδευ 18. sup. Ald. Iunt. Call., βωκολιάσδεν D. Steph. vulg.

128. καὶ κείνα] 23. L., καὶ κεῖνα Ald.“, καὶ κείνη Ald. Iunt., καὶ κεῖνος p. et cod. Ursini, κἀκείνη Call., κείνα sine καὶ 18. Μ., κείνη 6. 16. D. Y. Σικελὰ καὶ ἐν] Teucherus, σικελαῖς καὶ ἐν Iunt., σικελικὰ καὶ ἐν 18. Μ., σικελικὰ ἐν p. 23. L. Alda, σικελικαῖσιν ἐν s. 6. 16. 18. sup. D. (hie prius σι in ras. 3 literarum, alterum κ in ras.

[ocr errors]

2 literarum, utrumque a Da) et Y.,
σικελίκεσσιν Dc, σικελικαίσιν siue
ἐν Ald., σικελαὶσιν ἐν Call. – Αἰτ-
ναίαισιν] 6. 16. 18. 23. D. L.
M. Y. Antt. ἔπαιζεν] p. s. 6.
16. 18. 23. D. L. M. Y. Ald.",
ἔπαιξεν Ald. Iunt. Call.
129. ᾀόσι] ἀόσι 65 10. 18, 23.
L. M. Y. Ald. Urs., ἄοσι D., ᾄοισι
62, ᾄοσι Αld., αἰόσι Iunt. Call., ἄγ·
γεσιν et marg. ἀγκαι— Vd., unde
Brunckius Αίτναίοισιν ἄγκέσι. Si
quid mutandum, malim Αιτναίοι-
αὔπεσι. ᾖ δε] 18. my.
Ald. Iunt., ἦδε Y. sup. ead. Vd.
Call., οἶδέ p. s. 6. 16. 18. 23. D. L.
M. Y. pr. Alda.

σιν

130. μολπά] Ald.“. Urs. vulg., μολπή Ald. Iunt. Call.

23. D. L. M. Y. Antt.
131. φορμίζοντι] 6. 16. 18.

132. και σε D. L. Ald. Urs. πέμψει] 6. 23. D. L. M. Y. Ald. Ald. Call., πεμψεῒ Iunt. vulg.

α.

133. συρίσδων] p. 18. 23. L. M. Ald.“., συρίσδεν 6. 16. D. Y. Ald. Iunt. Call. δυνάμην 6. 16. D. Y. Ald. Iunt. Call., δυναίμην p.

πλουτῆϊ p. 18. 23. L. M. Ald. Ald.". κ ̓ αὐτὸς] Urs, καὐτὸς vulg., αὐτὸς Ald. ἀείδω 23. L. Ald.“. et superscr. ον 18. Μ., om. p.

9

[ocr errors]

130

[ocr errors]

10

Idyll. II. (Theocr. ΧΧ.)
Βουκολι σ κ ο ς.

21

99

Εὐνείκα μ ̓ ἐγέλασσε θέλοντά μιν ἁδὺ φιλῆσαι,
καί μ ̓ ἐπικερτομέοισα τάδ ̓ ἔννεπεν· Ἔρρ ̓ ἀπ ̓ ἐμεῖο.
βουκόλος ὢν ἐθέλεις με κύσαι τάλαν; οὐ μεμάθηκα
ἀγροίκως φιλέειν, ἀλλ ̓ ἀστικὰ χείλεα θλίβειν.

μὴ τύγέ μευ κύσσῃς τὸ καλὸν στόμα μηδ ̓ ἐν ὀνείροις. 5
οἷα βλέπεις· ὁπότ ̓ αὖ λαλέεις, ὡς ἀστικὰ παίσδεις,
ὡς τρυφέρ ̓ αἰκάλλεις, ὡς κωτίλα ῥήματα φράσδεις·
ὡς μαλακὸν τὸ γένειον ἔχεις, ὡς ἁδέα χαίταν.
χείλεά τοι νοσέοντι, χέρες δέ τοι ἐντὶ μέλαιναι,
καὶ κακὸν ἐξόσδεις. ἀπ ̓ ἐμεῦ φύγε, μή με μολύνῃς.“ 10
τοιάδε μυθίζοισα τρὶς εἰς ἑὸν ἔπτυσε κόλπον,

9

καί μ ̓ ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὶ τὼ πόδε συνεχὲς εἶδε
χείλεσι μυχθίζοισα καὶ ὄμμασι λοξὰ βλέποισα,

[ocr errors]

Libri: 11. 18. M. Ald. Iunt. Call. Βουκολίσκος] Antt. et additis Δωρίδι διηγηματικόν Μ., Θεοκρίτου Β. 111, Θεοκρίτου διηγηματικὸν βουκολικὸς δορίδι c5

1. Εὐνείκα] 18. M. et cod. APlan., Εὐνίκα AP. et vulg; μ ̓ ἐγέλασσε] cod. APlan., μ ̓ ἐγέλαξε vulg. et AP., με γέλαξε 111. b. φιλῆσαι] cod. APlan., φιλᾶσαι vulg. et AP. 2. τόδ' AP. ἐμοῖο 18. M. Bas. I. 3. βουκόλος] AP., βωκόλος vulg. θέλεις κύσαι Μ., μ ̓ ἐθές λεις κῦσαι Κ., μ’ ἐθέλεις κύσαι Ars., κῦσαι Ald. Call.

4. ἀγροίκους AP. -- ἀστικὰ] 111. b. 18. M. AP., άotvnà vulg. 5. κύσσῃς] 18., κύσῃς vulg., κύσεις Μ. ὀνείρως Μ.

6. ὁπότ ̓ αὖ] ὁποῖα Ald. Call., σύ γ ̓ ὁποῖα 18. Μ., ὁπποῖα Iunt.

[blocks in formation]

TESTIMM. 1-4. Anth. Pal. post IX, 136. s. n. cum nota in marg. τοῦτο οὐκ ἐπιδεικτικόν, ἀλλὰ ἐρωτικόν. κακῶς οὖν ἐνταῦθα κεῖται. Antecedit Κύρου τοῦ μεγάλου ποιητοῦ fragmentum bucolicum. Iidem versus leguntur in codice Laurentiano Anthologiae Planudeae Plut. XXXI. nr. 28., Demetrii Chalcondylae et Ioannis Laurentii recensionem experto, post Cap. LXVIII, Ep. 4. secundum editionem Lectii. Bandinius, Theocriti non memor, primum versum exscripsit. Paroem. II. p. 419. ἔρρ ̓ — ὀνείροις s. n.

Arsen.

15

20

25

30

καὶ πολὺ τᾷ μορφᾷ θηλύνετο, καί τι σεσαρός

καὶ σοβαρόν μ ̓ ἐγέλασσεν. ἐμοὶ δ ̓ ἄφαρ ἔζεσεν αἷμα, 15
καὶ χρόα φοινίχθην ὑπὸ τὤλγεος ὡς ῥόδον ἕρσα.
χἃ μὲν ἔβα με λιποῖσα· φέρω δ ̓ ὑποκάρδιον ὀργάν,
ὅττί με τὸν χαρίεντα κακὰ μωμήσαθ ̓ ἑταίρα.
ποιμένες, εὔπατέ μοι τὸ κρήγυον· οὐ καλὸς ἐμμί;
ἆρά τις ἐξαπίνας με θεὸς βροτὸν ἄλλον ἔτευξε;
καὶ γὰρ ἐμοὶ τὸ πάροιθεν ἐπάνθεεν ἁδὺς ἴουλος
ὡς κισσὸς ποτὶ πρέμνον, ἐμὰν δ ̓ ἐπύκαζεν ὑπήναν,
χαῖται δ ̓ οἷα σέλινα περὶ κροτάφοισι κέχυντο,
καὶ λευκὸν τὸ μέτωπον ἐπ ̓ ὀφρύσι λάμπε μελαίναις·
ὄμματά μοι γλαυκᾶς χαροπώτερα πολλὸν ̓Αθάνας,
καὶ δέμας αὖ πακτᾶς λιπαρώτερον, ἐκ στομάτων δέ
ἔρρεέ μοι φωνὰ γλυκερωτέρα ἢ μέλι κηρῶ.
ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα, καὶ ἢν σύριγγι μελίσδω,
κἢν αὐλῷ δονέω, κἢν δώνακι, κἢν πλαγιαύλῳ.
καὶ πᾶσαι καλόν με κατ ̓ ὤρεα φαντὶ γυναῖκες,
καὶ πᾶσαί με φιλεῦντι· τὰ δ ̓ ἀστικά μ ̓ οὐκ ἐφίλησεν,
ἀλλ ̓ ὅτι βουκόλος ἐμμὶ παρέδραμεν. ἦ οὔποτ ̓ ἀκούει,
χω καλὸς ὡς Διὸς υἱὸς ἐν ἄγκεσι πόρτιν ἔλαυνεν ;

91

[blocks in formation]

20

[ocr errors]

25

30

28. μέλισμα] 18. Mor., μέλισσμα Antt., μέλισμα 11. Μ.

29. δονέω] 18., λαλέω vulg. πλαγιαύλῳ] Steph., παγιαύλῳ 18. M. Iunt, fistula compacta Div., πλασιαύλῳ 11., πᾶσι αὔλω Αld., πανναύλω Call.

-

31. ἀστικά] 18. Μ., ἀστυκά vulg. — ἐφίλησεν] ἐφίλασεν vulg. 32. βουκόλος] 11., βωκόλος vulg. - παρέδραμεν. ἦ οὔποτ ̓] παρέδραμε· κοὔποτ ̓ vulg. ἀκούω 11. Malim ἄκουσε. Call. punctum habet, 11. 18. Ald. Iunt. nihil distinctionis.

ει

In f. v.

9

33. χω καλὸς ὡς] χὼ καλὸς 11. Ald., χὼ καλλὸς Call., ὁ καλὸς 18. (ὅττι marg.) et M., ὡς καλὸς Iunt. Διὸς υἱὸς] coni. Briggsius, Διόνυσος vulg., διόνυσσος Μ., διώνυσος Ald. ἐν] 111. b. 18., ἐπ’vulg. ἔλαυνέν] Graefius,

――

IMITT. 24] Long. Past. IV, c. 13. λάμπουσι δὲ ὑπὸ ταῖς ὀφρύσιν οἱ ὀφθαλμοί.

35

40

45

οὐκ ἔγνω δ ̓, ὅτι Κύπρις ἐπ ̓ ἀνέρι μήνατο βούτᾳ
καὶ Φρυγίοις ἐνόμευσεν ἐν ὤρεσι, καὖ τὸν ̓́Αδωνιν
ἐν δρυμοῖσι φίλησε καὶ ἐν δρυμοῖσιν ἔκλαυσεν;
Ἐνδυμίων δὲ τίς ἦν; οὐ βουκόλος; ὅντε Σελάνα
βουκολέοντα φίλησεν, ἀπ ̓ Οὐλύμπω δὲ μολοῖσα
λάθριον ἀν νάπος ἦλθε καὶ εἰς ὁμὰ παιδὶ κάθευδε.
καὶ τὸ Ῥέα κλαίεις τὸν βουκόλον. οὐχὶ δὲ καὶ τύ
ὦ Κρονίδα διὰ παῖδα βοηνόμον ὄρνις ἐπλάγχθης;
Εὐνείκα δὲ μόνον τὸν βουκόλον οὐκ ἐφίλησεν,
ἃ Κυβέλας κρέσσων καὶ Κύπριδος ἠδὲ Σελάνας.
μηκέτι μηδ ̓ ὦ Κύπρι τὸν ἁδέα μήτε κατ ̓ ἄστυ
μήτ ̓ ἐν ὄρει φιλέοι, μούνη δ ̓ ἀνὰ νύκτα καθεύδοι.

[merged small][ocr errors][ocr errors][merged small]
[ocr errors]

38. βουκολέοντα] M. sup. Antt., βωκολέοντα 11. 18. M. pr. φι

λησεν] φίλασεν vulg. – Οὐλύμπω] (11.) Iunt., ὀλύμπω Ald., ὠλύμπω Call., ὀλύμπου 18. Μ5.

39. λάθριον] 11. 18. M. Ald., Λάτμιον Iunt. Call. Malim λάθριος. ἀν νάπος] Wuestem., ἂν νάπος 18. M. Call., ἀνάπος 11. Ald, αἶπος ἀν ̓ Iunt. κείς 111. b. Ald.

[ocr errors]

[ocr errors]

ὁμὰ] conii. Is. Vossius et Reiskius, ἐμὰ Ald. Call., ἐμὰ 114, ἐμᾶ 114.5., ἐὰ 18., ἑὰ Μ., καὶ εἰστόμα Iunt.

40. βουκόλον] βωκόλον vulg. 41. ὄρνις] 11. 18. Μ., αὐτὸς Ald. Call., αὐτὸς Iunt., ἀετὸς Ζ. νίκα 18. sup. vulg. 42. Εὐνείκα] 18. pr. Μ., Εὖ· μόνον] 111. b. 18. M. Ald. Iunt., μόνα Call. vulg. βουκόλον] βωκόλον vulg. ἐφίλησεν] ἐφίλασεν vulg. 43. ἠδὲ] Κ., ἀδὲ 18. Μ. Ald. Iunt., ἁδὲ 114, ἅδε 1111, ἅτε Call.

44. μηδ ̓ ὦ] μηδ ̓ ἁ 18., μήδ ̓ ἁ Μ., μηδὲ 11., μὴ δὲ Ald., μὴ δὲ σὺ

40

45

Iunt. Call. - κύπριο 18 – μήτε
Iunt. Call., μηδὲ 11. 18. Μ., μὴ δὲ

Ald.

[ocr errors]

45. μήτ'] Iunt. Call., μή δ ̓ 111. 1. M. Ald., μηδ' 114 18. – φιλέοι et καθεύδοι] φιλέοις et καθεύδοις vulg. μούνη] K. Mor., μώνη Μ5 vulg.

IMITT. 34 seqq.] Long. Past. IV, c. 13. βουκόλος ἦν ̓Αγχίσης, καὶ ἔσχεν αὐτὸν ̓Αφροδίτη ποιμὴν ἦν Γανυμήδης, καὶ αὐτὸν ὁ Ζεὺς ἤρπασε. Nonn. XV, 280. καὶ Διὸς οἰνοχόος πέλε βουκόλος κολέοντι σὺν Ἐνδυμίωνι Σελήνην.

βου

« ForrigeFortsæt »