155 160 165 αὐτός τοι Ζεύς εἰμι, καὶ ἐγγύθεν εἰ δοκέω μέν 155 163. σφετέρην] f. 9., ἑτέρην vulg. 160 ἔντυον] 9., [162.] τέκε τέκνα] n., τέκε τέγείκνεα 9., τέκνα τίκτε vulg. νετο] γίνετο vulg., γένετο Ald. Call. Versum damnavit Valckena rius. 162 Ad finem Μόσχου Σικελιώτου Εὐρώπης στίχοι ο ξ 5 f. credo. IMITT. 155] Nonn. VII, 352. εἰμὶ γύναι Κρονίδης, σέο νυμφίος (ad Semelen). 163] Ovid. Met. III, 1. iamque deus posita fallacis imagine tauri | se confessus erat Dictaeaque rura tenebat. 5 Ἔρως δραπέτης. ་ 5 ̔Α Κύπρις τὸν Ἔρωτα τὸν υἱέα μακρὸν ἐβώστρει· ω II. -- APar”, φίλαμα vulg. ἀγάγη 11. ― 5. φίλημα] APar.", φίλαμα vulg. τί δ ̓ ὦ] coni. Stephanus in ed. I., τι δ ̓ ὦ APer., φίλαμά τι δ ̓ ὦ Bas. I., φίλαμά τι δῶ Flor. Ald., τοι δ ̓ ὦ 11. sup. AP., τοι δῶ Vd. APar.δ. Urs., τὸ δ ̓ ὦ 11. Iunt. Call. 9 6. ἐστὶ AP. APar.δ, ἔστι δὲ καὶ 11. εἴκοσι] Mekerch. vulg., viginti Eob. Wins.; εἰκόσι 11. Va. AP. ἍPar.δ Flor. Aid. Call., similitudinibus Div., οἰκόσι Iunt. πάσαις 11. μαθησῇ] μάθοιο 11., μάθῃς (νιν) s., μάθεις νιν AP., μάθοις νιν 11. γρ. et vulg. τα 7. χρῶμα 11. · εἴκελος Ald. Iunt., ἴκελος 11. s. StA., ἵκελος Stob. avto] Stob., autá 11., avtov vulg. 9. 10. ἐν δὲ χολὰ] coni. Valckenarius, ἐν δὲ χολᾷ Stob., ἐν δὲ χόλαι SiV., ὡς δὲ ̓χολὰ 11., ἦν δὲ TESTIMM. 7-10. et 16. 17. Stob. Flor. LXIV, 20. tov avtov i. e. Μόσχου (om. L.). Vs. 16. 17. sine novo lemmate continuati. IMITT. 15] Meleag. AP. V, 177. κηρύσσω τὸν Ἔρωτα κ. τ. λ. Nic. Eug. IV, 155. ἡ Κύπρις εἰς Ἔρωτα τὸν ταύτης γόνον ] μέσαις ἀγυιαῖς ἐξεφώνει πρὶν μέγα· [ εἴ τις πλανηθὲν συλλάβῃ τὸ παιδίον, | ἤ που στενωπῶν ἢ μέσαις ἐπ ̓ ἀμφόδοις, | τὸν δραπέτην Ἔρωτα, τὸν κακεργάτην, ] ὁ μηνυτής μοι λήψεται γέρας μέγα· ] τὸ Κύπριδος φίλημα μισθὸν ἁρπάσει. - Ibid. 181. ὁ γοῦν ἐφευρὼν καὶ λαβὼν καὶ μηνύσας, τὸν μισθὸν οἷον εἶπον εὐκόλως λάβοι. 6] Meleag. 1. 1. ἔστι δ ̓ ὁ παῖς γλυκύδακρυς κ. τ. λ. 7] Ωιδαρ. Ἐρωτ. Anecdd. Pariss. IV. p. 381, 18. πυρὶ δ ̓ εἴκελος (Ἔρως). 10 15 20 25 ἐν δὲ χολὰ νόος ἐστὶν ἀνάμερος· ἠπεροπευτάς, 13. τήνῳ] AP. Flor. Ald. Iunt., τήνω vulg. υ 11. βελίδρια superscr. 14. δ ̓ εἰς Vd. AP. 20. ἔνδοθε APar.δ. χολᾷ vulg. ἐντι 11. De inter- et teste Wuestemanno Apogr. Goth., punctione vid. Adn. Crit. Ceterum & Iacobs. in Comm., ἐεῖ AP2), ἑοῖ nescio an verba ὡς μέλι ἀνάμε- Flor. Antt. gos antiquae interpolationi debeantur. 11. παίσδων] 11., παίσδει 11. sup. et vulg. 12. μέτωπον] 11., πρόσωπον 11. sup. et vulg. 21. κἄμμε] κ ̓ ἀμὲ Urs., κἀμὲ 11. 23. S. AP. APar.δ. Ald. Call., κἠμὲ Flor, κᾐμὲ Iunt. de Vd. 22. δέ γ' pro μὲν 3., ταῦτα] 11. pr. et 23. γρ., πάντα · πλέον 11. sup. 23. pr. et vulg, ἃ δ ̓ ἀεὶ] πλέονα δ ̓ ἀεὶ cum γρ. πλέον δέει 11. 23., πλεῖον δέ οἱ AP. APar.δ. Flor. Ald. Iunt., πλείων (δέ οἱ) s., πλεῖον δὲ ἡ Call. 23. ἐνοῖσα AP. ἐναίθει s. AP. Post ἐοὶσα non distinguunt Div. Steph. vulgo, commate Flor. Antt., colo AP. APar.δ. καὶ pro καὶ εἰς s. AP. APar.δ. ἀΐδαο εω AP., ἀΐδην 11. — βασιλῇ α] βα− σιλῆα vulg. vulg. 15. ὅλος], 11., μὲν 11. sup. et εὖ πεπύκασται] 11. sup., ἐμπεπύκασται vulg., ἐμπεπύκάσθαι Flor. Ald., ἐκπεπύκασται Vd. 16. ὡς] 11. s. Stob. Ars., ὅσον 11. yo. AP. APar.d. Flor. Antt. ἄλλον] Stob., ἄλλοτ ̓ 11. vulg. ἄλλῳ] s. AP. APar.δ. Stob., 11., ἄλλους Flor. Antt. 10 17. σπλάγχνοισι s. AP. APar.δ. 19. uv] 11. 23., alev APar.d., ἀεὶ s., ἐεὶ AP. (ita Iacobs. in marg. IMITT. 13] Ibid. 25. μικρὸν ἔχει τὸ βέλος, μακρὰ δὲ βάλλει. 15 20 25 24. ἤν τις ἕλη] ψέν τις ἕλη 11. 23, ἣν τόγ ̓ ἕλη 23. γρ., ἣν τόγε ἕλης 11. γρ., ἣν τύγ ̓ ἕλης vulg. δήσας] coni. Meinekius, δάσας 11. sup. 23. Vd. AP. APar.δ. Antt., δεύ σας 11. pr., δαμάσας Flor. ἐλεάσης 11. 23. ἄλλω 25. κἢν ποτίδης] coni. Wakefieldius, κἤν ποτ ̓ ἴδῃς vulg. (πότ AP.), κἤν ποτ ̓ ἴδη Call. κλάοντα AP. „ut videtur, ubi in marg. bis κλαίοντα. ον 5 10 κῆν γελάῃ, τύ νιν ἕλκε.· καὶ ἢν ἐθέλῃ σε φιλῆσαι, 99 III. (V.) Τὰν ἅλα τὰν γλαυκὰν ὅταν ὤνεμος ἀτρέμα βάλλῃ, ἔνθα καὶ ἢν πνεύσῃ πολὺς ἕνεμος, ἃ πίτυς ᾄδει. 5 ἦ κακὸν ὁ γριπεὺς ζώει βίον, ᾧ δόμος ἃ ναῦς, 26. γελάη] Flor. vulg., γελάη APar.δ., γελάᾳ Αld., γελάα Vd. AP. Iunt. Call. μιν 11. 23. φιλῆ. σαι] APer. APar.ß sup. Apard, φιλᾶσαι vulg., φιλεῦσαι Vd. ― 27. φίλημα] φίλαμα vulg. φάρμακον ἐντί] 11. 23. Vā. AP. Flor. Antt., sup. et marg. κόεντα AP. pr. APar.δ. 28. ψὲν δὲ cum γρ. ἣν δὲ 11. 23. λαβὲ Ald. Iunt. φαρμα ― 20. μὴ τὺ] 11. 23., μή τυ AP. APar.δ, μή τι vel μήτι vulg. πλαναὶ ΑΡ., πλανᾶ APar.δ. Vulgo post ins colon, quod Meinekius sustulit. In 11. 23. adhaeret versus: αἳ αἳ καὶ τὸ σίδαρον, ὃ τὸν πυρόεντα καθέξει. III. Stob. Floril. LIX, 19. Ἐκ τῶν Μόσχου βουκολικῶν A. L. (V.) Trinc., Ex Moschi bucolicis Gesn. ει ποθίει] Ο. Schneider et Ameisius, ποθίη A. V., ποθίῃ Trine., ποθίη L., ποθείη Ars., ποθέει Gesn., ποπλέον ἅ με γαλάνα] Teucherus, πλέον ἄμμε γαλάνα Steph. e coni., πλέονα μεγάλαν ἅλα Α. L. V. Trinc. Gesn. (μεγάλα V5), πλείονα τὰν ἅλα μώσης Β. θέω Β. 4. πολλὸς] πολιὸς vulg. - βυθοὶ] βυθός vulg., βυνθός A. teste Presselio, συνθός Α5. 5. μακρὰ] Β. ut coni. Stephanus in ed. II., μᾶ V5, om. A. L. v. μεμύκῃ] μεμήνῃ Trinc. Gesn. vulg. 5 10 6. παπταίνων Trinc. 7. ἀσπαστά] Α. Β., ἃ πιστά L. V. (t ex corr. V5) Trinc. Gesn. χα] coni. Stephanus in ed. II., τάχα A. L. V. Trine. Gesn, δάσκιος] Gesn. vulg., δ ̓ ἄσκιος Α. L. V5 Trinc. et cod. Ursini, ἄσκιος V2. 9. ζώη Α. 10. ἐστί] L., ἐντὶ vulg. ἰχθύες] Teucherus, ἰχθῦς L. Trinc., ἰχθὺς vulg. ἁ πλάνος] Β. ut coni. Stephanus, ἀπλανῶς A. L. V. Trinc. Gesn. IMITT. III. 9] Nonn. I, 116. ἀλλὰ φυτὸν πόντοιο πέλει βρύα, καὶ σπόρος ὕδωρ, | ναυτίλος ἀγρονόμος, πλόος αὔλακες, ὁλκὰς ἐχέτλη. 5 αὐτὰρ ἐμοὶ γλυκὺς ὕπνος ὑπὸ πλατάνῳ βαθυφύλλῳ, IV. (VI.) Ἤρατο Πὰν ̓Αχῶς τᾶς γείτονος, ἤρατο δ ̓ ̓Αχώ V. (VII.) ̓Αλφειὸς μετὰ Πῖσαν ἐπὴν κατὰ πόντον ὁδεύῃ, 11. ἀτὰρ Α. πλατάνῳ βαθυφύλλῳ] Trinc. Gesn., -ω bis 1 L. et tac. Gaisf. 12. φίλ ̓ ἐμοὶ τᾶς] φιλέοιμι τὸν vulg. — ἀχον] Brunck., ἦχον vulg. V. – ̓Αχώ] A. L. Urs., Αχῶ vulg. 4. ἔσμυχ ἐπαμοιβά] ἐσμύχετ ̓ ἀμοιβά Herm., ἐσμύχετ ̓ ἀμοι βᾷ vulg. (ἀμοιβᾶ Trinc.), ἐσμήχετ ̓ ἀμοιβᾶ L. 13. ἃ τέρπει] cod. Ursini, ut coniecerat Stephanus (Ven. 1555), ἃ τέρπει Β., ἀτερπῆ A. L. V. Trinc. Gesn. ἄγριον] Grot., ἄγρικον Steph., ἄγροικον V2. Urs., ἀγροικὸν 5. τόσον et corr. ὅσον A. 6. ἠχθαίρετο, πάσχε] Gesn., ἤχθαιρεν δ ̓ ἔπασχε Α. sec.b, ἤχθαιρεν ἔπασχε Β., ἤχθαιρε δόπα σχε sequentibus literis sine spatio continuatis A. pr., ἔχθαιρε δόπασχε Ι. γ', ἀγροῖκον A. B. L. Ars., ἀγροικ’V, ἔχθραιρε δοπασχὲ V5, ἔχθαιρε δόπασκε Trinc., ἐχθαίρετο, πάσχε Steph. δ ̓ ἃ ποίει] cod. Ursini, δ ̓ ἃ ποίη A. sec.b, δ ̓ ἃ ποίῃ Β., Trinc. Gesn. 6 IV. Ibid. LXIII, 29. Ἐκ τῶν Μόσχου τοῦ Σικελιώτου βουκολικῶν A., ἐκ om. L. V., Σικελοῦ L. Trinc., Σικε) V., Εæ Moschi Siculi bucolicis Gesn. 1. ἤρατο] coni. Wakefieldius, ἤρα vulg. 2. σκιρτατᾶ ] Β., σκιρτᾶ Α. pr. Trinc., σκιρτητᾷ A. see.b. L. V. Steph., σκιρτητὰ Gesn. Λύδᾳ] A. sec. B. Heins., Λύδαν A, pr. L. V. Trinc. Gesn. 3. ὡς ἀχὼσ A. pr., ὡς ἀχῶς L. - 5 δάποιε V., δαποι L. (quod videtur δαποιαν esse), δ ̓ ἀποίνα Trinc., δ ̓ ἄποινα Gesn. 7. πᾶσιν] Steph., πᾶσι vulg. 8. τως] τοὺς vulg. V. Ibid. LXIV, 19. (deest in L.) Ἐκ τῶν Μόσχου τοῦ Σικελιώτου βουκολικῶν A. et cum σικε) V., ἐκ τοῦ Μ. τοῦ Σικελικοῦ β. Τrinc., Ex Moschi Siculi bucolicis Gesn. 1. Πίσαν] Grot., Πίσαν B. Steph. 1MITT. IV. 6] Achill. Tat. VIII. init. καὶ ἃ πεποίηκεν ἔπαθεν ἡ χείρ. Crinagor. Anth. Plan. 199. πέπονθας οἷ ̓ ἔρεξας. V.] Nonn. Dion. XXXVII, 172. ̓Αλφειοῦ δυσέρωτος, ὃς εἰς ̓Αρέθουσαν ἱκάνει | ἄβροχον δνον ἔρωτος ἄγων στεφανηφόρον ὕδωρ· -`AP. ΙΧ, 362. ̓ΑλIX, φειέ, Διὸς στεφανηφόρον ὕδωρ. Achill. Tat. I, 18. ἕδνα τοῦ ποταμοῦ (Alphei). — Lucian. Dial. Mar. 3. (de Alpheo) οὔτε ἀναμίγνυσαι τῇ ἄλμῃ οὐκ οἶδ ̓ ὅπου βύθιος ὑποδύς. BUCOLICI GR. I. 14 |