20 θνάσκει καὶ τὸ φίλημα, τὸ μήποτε Κύπρις ἀνοίσει. ω ̓́Αγριον ἄγριον ἕλκος ἔχει κατὰ μηρὸν ̔́Αδωνις· 15 μεῖζον δ ̓ ἃ Κυθέρῃα φέρει ποτικάρδιον ἕλκος. κεῖνον μὲν περιπολλὰ φίλοι κύνες ὠρύονται καὶ Νύμφαι κλαίουσιν Ορειάδες· ἃ δ ̓ ̓Αφροδίτα λυσαμένα πλοκαμίδας ἀνὰ δρυμὼς ἀλάληται πενθαλέα νήπαστος ἀσάνδαλος, αἱ δὲ βάτοι νιν ἐρχομέναν κείρουσι καὶ ἱερὸν αἷμα δρέπονται· ὀξὺ δὲ κωκύοισα δι ̓ ἄγκεα μακρὰ φορεῖται, ̓Ασσύριον βοόωσα πόσιν καὶ πολλὰ καλεῦσα. Κύπριδι μὲν τὸ φίλαμα καὶ οὐ ζώοντος ἀρέσκει, 12 15 20 M. Ald.β. Iunt., lugent i. e. ὀδύρον ται Div. Eob. - 13 14 18. δρυμώς] 18. M. Ald.β., δρυμοὺς 23. Aid. Iunt. Call. ἀλάληται] Iunt. Call., ἀλαλεῖται 18. 23. M. Ald. α. β. 19. νήπαστος] νήπλεκτος vulg. 20. κείρουσι] 18. 23. Μ., κείροντι Ald.α.β. Iunt., τείροντι Call. 21. κωκύοισα] Brunck., κωκύουσα vulg. ἄγγεα 23. M. Alda. Iunt. Call., fort. ἄγκεα] 18. Ald.β., η αἴπεα. φέρεται 23., φέρηται Ald.α. 22. Suspicor μαιῶσα, cf. imit. Nonni. ποσὶ Ald.“. πολλὰ] Herm., πόδα 23.11., παῖδα vulg. – In M. ante πόσιν distinctum. IMITT. [14] Bucol. Inc. I, 66. τὸ φίλημα, | τὸ πρώαν τὸν ̓́Αδωνιν ἀποθνάσκοντα φίλησεν. 17] Virg. Ecl. V, 20. extinctum Nymphae crudeli funere Daphnin | flebant. 18 seqq.] Nonn. Dion. V, 374. (de Autonoe Actaeonis filii mortem audiente): νήλιπος ἀκρήδεμνος ἱμάσ σετο πένθεϊ μήτης, | καὶ πλοκάμους ἐδάϊξεν, ἐὸν δ ̓ ἔρρηξε χιτῶνα, πενθαλέοις δ ̓ ὀνύχεσσιν ἑὰς ἐχάραξε παρειάς, | αἵματι φοινίξασα· κατὰ στέρνοιο δὲ γυμνοῦ | παιδοκόμων ἐρύθηνε φερέσβιον ἄντυγα μαζῶν. Deinde vs. 405. φοιταλέοις δὲ πόδεσσι διερχομένη ῥάχιν ὕλης | τρηχαλέης ἐπάτησε δυσέμβατα νῶτα κολώνης | λυσιχίτων ἀπέδιλος. 21] Nonn. XLVI, 282. ὀξὺ δὲ κωκύουσα. 22] Nonn. XLII, 268. εἰπὲ καὶ αὐτήν [αὐχμηρὴν ἀπέδιλον ἀλωομένην ̓Αφροδίτην, | νυμφίον ἰχνεύουσαν ὁριδρόμον. 25 30 ἀμφὶ δέ μιν μέλαν εἷμα παρ ̓ ὀμφαλὸν αἰωρεῖται, ἄνθεα δ ̓ ἐξ ὀδύνας ἐρυθραίνεται· ἃ δὲ Κυθήρη 30 αἰαῖ τὰν Κυθέρῃαν ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες. Ὤλεσε τὸν καλὸν ἄνδρα, συνώλεσεν ἱερὸν εἶδος. Κύπριδι μὲν καλὸν εἶδος, ὅτε ζώεσκεν Αδωνις· κάτθανε δ ̓ ἃ μορφὰ σὺν ̔Αδώνιδι. τὰν Κύπριν αἰαῖ ὤρεα πάντα λέγοντι, καὶ αἱ δρύες αἰαὶ ̓́Αδωνιν· καὶ ποταμοὶ κλαίουσι τὰ πένθεα τᾶς ̓Αφροδίτας, καὶ παγαὶ τὸν Αδωνιν ἐν ὤρεσι δακρύοντι· πάντας ἀνὰ κναμώς, ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὰ ἀηδών 23. είμα] αἷμα vulg. αἰωρεῖται] αἰωρεῖτο Im. mg., ἠωρεῖτο Antt., ᾐωρεῖτο Mor. vulg. Praesens hic et in seqq. iam Vossii interpretatio expressit. Antt. ―― 24. στήθεα] 18. Μ., στάθεα 23. χειρῶν] μηρῶν vulg., cf. φοινίσσεται] Κ. pr., φοινίσσετο vulg. ὑπὸ μαζοί] Ameis. e mente Lobeckii Paralipp. p. 384. et praeeunte olim Eo. bani Hessi interpretatione et niveae quondam sub pectore mammae“, ὑπόμαζοι vulg. 99 25. πορφύρονται] πορφύροντο vulg., πορφύραντο Ald. . 26. αἰαῖ] Mein., αἲ αἲ vulg. et ita in seqq. 28. ὅτι Ald.α. β. Iunt. 29. τὰν Κύπριν] 23. Ald.a, Venerem heu heu Div., Κύπριδος vulg. Distinxi cum Divo; in 23. Ald.“. Iunt. nulla distinctio, in Ald.β. - 25 punctum post Κύπριδος, in Call. et vulg. in f. v. 30. ὥρια 18. 23., ὤρια Μ. αἰαὶ] αἳ τὸν vulg., ἂν τὸν 23., αὐτὸν c., quercus heu heu Adonin Div. Placeret etiam ὦ τὸν 31. κλαίουσι] 18. 23. M. Antt. τῆς ἀφροδίτης 18. Μ. - 34 36 32. ὤρεσι] Steph., ὄρεσι 23., οὔρεσι 18. Μ.Antt. Iunt. [35.] ἐρυθραίνεται] 23. Μ. Ald. α. β. Call., ἐρυθαίνεται (18.?) Κυθήρη] 18. 23. M. Antt. 33. ἀνακναμῶσ' 18. 23. M. Ald. . - ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὰ ἀη δών] ἀνάπαλιν ἀποσοικτρὰν ἀείδειν 23., ἀνάπαλιν ἀποικτρὸν ἀείδειν Μ., ἀνάπαλιν ἀποικτρὸν ἀείδη 18., ἀνάπαλιν ἀπὸ ... ἀείδει Alda, καὶ ἀνὰ πτόλιν οἰκτρὸν ἀείδει Ald.β. Iunt. Call., ἀνὰ πᾶν νάπος οἰκτρὸν ἀείδει Wakef. 35 IMITT. 23-25] Nonn. V, 375. (vid. ad vs. 18.) Id. XXIV, 163. καὶ μεσάτου στέρνοιο διεσχίζοντο χιτῶνες | στήθεα γυμνώσαντες, ἀμοιβαίῃσι δὲ ῥιπαῖς | τυπτομένων παλάμῃσιν ἔτος φοινίσσετο μαζῶν. id. XVIII, 331. ἐφοινίσσοντο δὲ μαζοί | τυπτόμενοι παλάμῃσιν, XLVI, 279. στήθέα φοινίξασα καὶ ἀσκεπέων πτύχα μαζῶν. 31] Bucol. Inc. I, 2. καὶ ποταμοὶ κλαίοιτε τὸν ἱμερόεντα Βίωνα. [35] Bucol. Inc. I, 35. νῦν ῥόδα φοινίσσεσθε τὰ πένθιμα, νῦν ἀνεμῶναι. 33. 34] Parthen. Er. 11. (fr. 32. Mein.) κλάϊεν ἀδονίδων θαμινώτερον, αἵτ' ἐνὶ βήσσῃς | Σιδονίῳ κούρῳ περιμυρίου αἰάζουσιν (cod. κλαίεν Σιθονίῳ · πέρι μυρίον). Bucol. Inc. I, 70. τοῦτο Μέλη νέον ἄλγος καινῷ δ ̓ ἐπὶ πένθεϊ τάκῃ. 35 40 45 37 40 αἰάζει νέον οἶτον ἀπώλετο καλὸς ̔́Αδωνις. ἔγρεο τυτθὸν ̔́Αδωνι, τὸ δ ̓ αὖ πύματόν με φίλησον, 45 ̓Αχὼ δ ̓ ἀντεβόασεν, ἀπώλετο καλὸς ̓́Αδωνις. Winsemio praeeunte in Crisp. distinctum. 40. περισμήξω Αld.β. 41. 42. φίλησον bis] φίλασον vulg., φίλασσον 23. ζώει] Call., ζώη 18. 23. Μ. Ald.β. Iunt., ξώη φίλημα] K. sup., φίλα Ald.". 43. ψυχᾶς] Brunck., ψυχῆς vulg. 46. ὡς σ’] 18., ὥς σ’ 23. Μ., ὡς Iunt. Call., εἰς Ald.α. β. Colon vel punctum, quod vulgo in f. v. erat, Wintert. praeeuntibus Eob. Hesso et Winsemio in comma mutavit. 38 tibus adsonat Echo. IMITT. [38] Ovid. Met. III, 507. planxere et Dryades; plangen36] Nonn. Dion. XLVII, 165. παρθενικὴ δ ὀλόλυξε φιλοθρήνοις ἐν ὀνείροις, | ὡς ἴδεν ἕλκεα λυγρὰ καρήατος, ὡς ἴδε δειλή | λυθρὸν κ. τ. λ. 40] Nonn. Dion. XXIV, 207. ὄφρα περιπτύξω διερὸν νέκυν. 41] Bucol. Inc. V, 45. τὸ δ ̓ αὖ πύματόν με φίλασον. 45. 46] Bucol. Inc. I, 66. ὁ Κύπρις, φιλέει δὲ πολὺ πλέον ἢ τὸ φίλημα, | τὸ πρώαν τὸν ̓́Αδώνιν ἀποθνάσκοντα φίλασεν. Achill. Tat. II, c. 8. ἐφύλαττον ἀκριβῶς ὡς θησαυρὸν τὸ φίλημα. 50 55 πὰρ στυγνὸν βασιλῆα καὶ ἄγριον· ὁ δὲ τάλαινα αἰαῖ τὰν Κυθέρῃαν, ἀπώλετο καλὸς ̔́Αδω 63 δάκρυα δ ̓ ἃ Παφίη τόσσ ̓ ἐκχέει, ὅσσον ̓́Αδωνις νις. 60 64 65 66 - κυναγεῖς] Schier., κυνάγεις vulg. 57. τί τοσοῦτον] coni. Koechly Conii. in Apoll. p. 9., τοσοῦτον 23.11,, τοσσοῦτον vulg. ἐμήναο] ἐμῄναο coni. Brunckius, ἔμηνας 18. 23. M. Ald. β., ἔμηνας Iunt., ἔμεινας α Call. – θηρί] 18. 23., θῆρι Μ., θηρσὶ Antt. 58. Fort. ἐπαΰτησαν, ef. illuæe runt Div. τόσο ̓ [64.] δάκρυα δ ̓ ] δάκρυον vulg. ἁ Παφίη] 18. M. Ald.β. Iunt. Call., ἀπαφύη 23. Alda. ἐκχέει] τόσσον ἐγχέει 23. Ald.β. τόσον Iunt., τόσσον ἐγχέη Ald.«, ἐγχέει 18. M. Call., τόσον ἐκχέει Heins. [65.] γίνεται] 23. Μ., γίγνεται vulg. [66.] τὴν 18. Μ. IMITT. 48. 49] Virg. Aen. XII, 879. quo vitam dedi aeternam ? cur mortis adempta est conditio? possem tantos finire dolores | nunc certe, et misero fratri comes ire per umbras. 54] Bucol. Inc. 1, 48. ὦ τριπόθητε, Hymn. in Attin Philol. III, p. 217. Αττι, σὲ καλοῦσι μὲν Ασσύριοι τριπόθητον ̓́Αδωνιν. 60 65 70 75 W Αἴας ̓ ὦ τὸν Αδωνιν, ἀπώλετο καλὸς ̓́Αδωνις. Μηκέτ ̓ ἐνὶ δρυμοῖσι τὸν ἀνέρα μύρεο Κύπρι. οὐκ ἀγαθὰ στιβάς ἐστιν ̔Αδώνιδι, φυλλὰς ἐρήμα· λέκτρον ἔχοι Κυθέρῃα τὸ σὸν τόδε νεκρὸς ̔́Αδωνις. καὶ νέκυς ὢν καλός ἐστι, καλὸς νέκυς οἷα καθεύδων. κάτθεό νιν μαλακοῖς ἐνὶ φάρεσιν εὖ ἐνιαύεν, τοῖς μετὰ σεῦ ἀνὰ νύκτα τὸν ἱερὸν ὕπνον ἐμίχθη, παγχρύσῳ κλιντῆρι· ποθεῖ καὶ στυγνὸν Αδωνιν. βάλλε δέ νιν στεφάνοισι καὶ ἄνθεσι· πάντα σὺν αὐτῷ, 75 ὡς τῆνος τέθνακε καὶ ἄνθεα ταῦτ ̓ ἐμαράνθη. ῥαῖνε δέ μιν Συρίοισιν ἀλείφασι, ῥαῖνε μύροισιν. ὀλλύσθω μύρα πάντα, τὸ σὸν μύρον ὤλεθ ̓ Αδωνις. αἴαζ ̓ ὦ τὸν ̔́Αδωνιν· ἐπαιάζουσιν Ἔρωτες. Κέκλιται ἁβρὸς Αδωνις ἐν εἵμασι πορφυρέοισιν· ἀμφὶ δέ μιν κλαίοντες ἀναστενάχουσιν Ἔρωτες κειράμενοι χαίτας ἐφ ̓ ̔Αδώνιδι· χὼ μὲν ὀϊστώς, ὃς δ ̓ ἐπὶ τόξον ἔβαιν ̓, ὃς δ ̓ ἐπτέρνισδε φαρέτραν, ΡΟ S 61. δρυμοῖς τεὸν Iunt. 23. Ald.α. β. μήρεο 62. οὐκ ἀγαθά στιβάς ἐστιν] ἔστ ̓ ἀ. στ., ἔστιν vulg. στιβὰς pro φυλλὰς Alda. Call. – ἐρήμα] 18. 23. M. Ald. α. β. Iunt., ἑτοίμα Call. - α. 63. λέκτον 23. Ald. ἔχοι] coni. Valcken., ἔχει vulg., ἔχῃ ἓν Iunt. τόσσον 23. Ald.α. τόδε] Mor. (hune Wins.), τὸ δὲ 18. Iunt. Call., τὺ δὲ Μ. Αld.β., νῦν δὲ 23. Ald. Suspicor Κυθέρῃα, τὸ σὸν νυὲ λέκτρον. — Αδωνι 18. Μ. Antt. in f. v. nihil distinctionis habent (Div. semicolon), post τὸ σὸν cum M. Div. colon, quo deleto Camer. in f. v. comma posuit, Mor. vulg. colon. 64. καλός ἐσσι Ald.β., καλὸς ἐσσὶ Μ. 65. κάτθεό νιν] 18. 23. Μ., κάτθεο καὶ Antt. φάρεσιν εὖ φάρεσιν οἷ 18., φάρεσιν οἱ 23. Μ. Ald.α. β. Iunt., φάρεσίν οἱ Call., vestibus eius Div., quem εv legisse credideris. ἐνιαύεν] K. corr. Ald.β. - 67 67. κριντῆρι Ald.*. Iunt. Call. ποθεῖ] 23. Ald.αβ, πόθει 18. Μ. Iunt. Call. τὸν pro καὶ 18. Μ. 68. 69. δέ νιν] coni. Wassenbergius, δ ̓ ἐνὶ vulg. Verba καὶ ἄνθεσι - τέθνακε desunt in 18. Μ. ταῦτ ̓] πάντ ̓ vulg. ――――― 70 80 70. Συρίοισιν] Ruhnkenius, μύροισιν 23. Ald. Call., μύρτοϊσιν Iunt., καλοίσιν 18. M. Ald.β. μύροισιν] 18. Call., μύρεσσιν Αld., μύροισσιν Iunt., μύροισι vulg. *1. ὤλεθ ̓ Αδωνις] 23., ὤλετ’ ̓́Αδωνις 11. superscr. 9 et vulg. 72. Versum addidi. 75. ἐφ ̓ ̔Αδώνιδι] ἐπ ̓ ̓Αδώνιδι vulg. ὀϊστός 23. Ald.α. 76. ἔκαιν ̓ Iunt. ὃς δ ̓ ἐπτέρνισδε] ὃς δ ̓ ἔπτερον ὃς δὲ 23., IMITT. [69] Bucol. Inc. I, 32. τὰ δ ̓ ἄνθεα πάντ ̓ ἐμαράνθη. 74] Ibid. 64. καὶ στυγνὸν περὶ σῶμα τεὸν κλαίουσιν Ερωτες. |