Billeder på siden
PDF
ePub

ὧδ ̓ ἴθι Κισσαίθα, τὸ δ ̓ ἄμελγέ νιν. αἱ δὲ χίμαιραι,
οὐ μὴ σκιρτασεῖτε, μὴ ὁ τράγος ὑμιν ἀναστῇ.

5

Idyll. II.
Φαρμακεύτριαι.

Πα μοι ταὶ δάφναι; φέρε Θέστυλι. πᾷ δὲ τὰ φίλτρα;
στέψον τὰν κελέβαν φοινικέῳ οἰὸς ἀώτῳ,

ὡς τὸν ἐμὸν βαρὺν εὖντα φίλον καταδήσομαι ἄνδρα,
ὅς μοι δωδεκαταῖος ἀφ ̓ ᾧ τάλας οὐδὲ ποθείκει,
οὐδ ̓ ἔγνω, πότερον τεθνάκαμες ἢ ζοοὶ εἰμές.
οὐδὲ θύρας ἄραξεν ἀνάρσιος. ἦρά οἱ ἀλλᾷ

ᾤχετ ̓ ἔχων ὅ τ ̓ Ἔρως ταχινὰς φρένας ἅ τ' Αφροδίτα.
βασεῦμαι ποτὶ τὴν Τιμαγήτοιο παλαίστραν

138. κισσήθα Κ., κιναίθα v. l. in Scholl. χίμαραι Ρ., χίμαροι Q., χίμαρροι D. (corr. Db.).

139. σκιρτασείτε] Porsonus, σκιρτασῆτε k. a. p. D. Q., σκιρτάσῆτε Call., σκιρτάσητε Ms. vulg., cf. SchCall. οὐ μὴ σκιρτήσετε, Schm. οὐ μὴ πηδήσετε. μιν] ὅμιν Vind., ύμμιν 21. Elb. Vind.. Ald. Call., ύμμιν vulg.

Libri: k. a. p. s. * ν 6. 9. (Vs. 5-fin.) 16.* 23. (desunt Vs. 549). D. M. Y. Med. Ald. Iunt. Call.

Φαρμακεύτριαι] Y. Hypoth. in E. F. N. et SchGen. ex emendatione Duebneri, item Athen. XV. 475. Ε. et Eustath. 1767, 19., Φαρμακεύτρια p. vulg. et Serv. ad Eel, VIII, 1., praemisso Θεοκρίτου Med. Ald. Call., addito Δωρίδι Iunt. et Δωρίδι διαλέκτῳ 6., Σιμαίθα 23. Φ.

1. Malim πεί. 2. φοινικίῳ a.

3. quòv] k. a. p. s. v. 6. 16. 23.

5

D. M. Y. Antt., ἐμοὶ Steph. βαρὺν εὖντα Steph., βαρυνοῦντα κ. a. p. s. v. 6. 23. D. M. Y. Antt. φίλα κ. – καταδήσομαι] v. 1. in Scholiis a Toupio restitutis, καταθήσομαι Κ. et ICall. altero loco, καταθύσομαι vulg.

4. τάλαν a. p. 23. οὐδὲ ποθείκει] οὐδὲ ποθήκει Harl., cf. Sch6. ΠΟΘ. προσήκει, ἐπλησίασεν (sic Wart. et Gaisf.) et GIM. ΠΟΘΗΚΕΙ, ἦλθεν ὧδε πρὸς μὲ (sic Gail.), οὐδέποθήκει Αld., οὐδέ ποθ' ἥκει 23. Μ. vulg., οὐδέποθ') ἵκει κ.

5. ζωοὶ k. a. p. D. Call. Κ., ἔμμες 94, ἐσμές p. 95.

[ocr errors]

εἶμες

6. ἄραξεν] k. 95. Med. Ald. Iunt., ἄρραξεν D. M. Call. vulg., ἔρραξεν p., ἔραξεν a. ἀλλά] Kiessl., αλλά a. 54, ἀλλὰ 9, ἄλλα D. Antt., ἄλλα Steph. vulg. 7. ἀφροδίτη p. 9. Interrogationem Meinekius indicavit praeeunte Eobano Hesso.

[ocr errors]

TESTIMM. 2. Athen. ΧΙ, 475. Ε. (ἐν ταῖς Φαρμακευτρίαις).

IMITT. 1] Nonn. Dion. XXXVII, 415. πῇ θρόνα; πῇ βοτάναι; πῇ ποικίλα φάρμακα Κίρκης; 2] Virg. Ecl. VIII, 64. effer aquam et molli cinge haec altaria vitta. 3] Ibid. 66. coniugis ut magicis sanos avertere sacris | experiar sensus.

10

15

I.

20

αὔριον, ὥς νιν ἴδω καὶ μέμψομαι οἷά με ποιεῖ.
νῦν δέ νιν ἐκ θυέων καταδήσομαι. ἀλλὰ Σελάνα
φαῖνε καλόν· τὶν γὰρ ποταείσομαι ἅσυχε δαῖμον,
τᾷ χθονίᾳ θ ̓ Ἑκάτα, τὰν καὶ σκύλακες τρομέοντι
ἐρχομέναν νεκύων ἀνὰ τἠρία καὶ μέλαν αἷμα.
χαῖρ ̓ Ἑκάτα δασπλῆτι, καὶ ἐς τέλος ἁμὲν ὀπάδει
φάρμακα ταῦτ' ἔρδοισα χερείονα μήτέ τι Κίρκης
μήτέ τι Μηδείας μήτε ξανθᾶς Περιμήδας.

Ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Αλφιτά τοι πρᾶτον πυρὶ τάκεται· ἀλλ ̓ ἐπίπασσε
Θεστυλί. δειλαία, πᾶ τὰς φρένας ἐκπεπότασαι;
ἦρά γέ τοι μυσαρὰ καὶ τὶν ἐπίχαρμα τέτυγμαι;
πάσσ ̓ ἅμα καὶ λέγε ταῦτα τὰ Δέλφιδος ὄστια πάσσω.
ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Δέλφις ἔμ' ἀνίασεν· ἐγὼ δ ̓ ἐπὶ Δέλφιδι δάφναν
αἴθω· χὡς αὕτα λᾶκον μέγαν ἔκπυρος ᾆσε,

9. μέμψωμ Υ. Comm. 10. καταδήσομαι] καταθύσομαι vulg.

11. ἄσυχε δ—] conj. Kiesslingius, ἄσυχα, δαῖμον vulg. ante Wint. sine distinctione), ποταείσομαι, ἥσυχα δ.

95.

P.

13. ἐρχομένην p. 94, ἐρχομένη ἀνὰ τρία] ἀνὰ τὰ ἠρία

[ocr errors]

95., ἀνά τ' ἠρία vulg.

14. ἁμὶν] ἄμμιν vulg. — ὀπάδη a., ὀπαδοῖς Μ., ὀπήδει 6. Y. Med. Ald. Call., ὁπήδει Iunt.

15., ταῦτ ̓ ἔρδοισα] k. F. Φ., ταῦθ ̓ ἕρδοισα vulg. - Κίρκης] κ. a. p. 6. 9. D5. Μ5. Υ. Antt.

17. λυγξ] Mein., ἴυγξ vulg. et ita in seqq.

18. πρᾶτον] ΜS. e., πρῶτον κ. a. p. 6. 9. D5. Y. Antt. κάεται v. l. in Scholl., fort. δάκεται.

[blocks in formation]

19. Θεστυλί] susp. Lobeckius Prolegg. p. 125., Θέστυλι vulg. et sic Vs. 35. 59. 94. ἐκπεπότα σαι] M5. Med. Ald. Iunt., ἐκπεπότησαι k. a. p. 6. 9. D. Y. Call. Interpunctio Reiskio debetur; vulgo Θέστυλι δειλαία. πᾷ

20. τοι γε 9., fort. γ' ἐγὼ 21. ὄστια] κε, ὀστία και, ὀστέα vulg.

24. αυτα] a. 9., αὕτη k. (fort. sec.) et 6., αὐτὰ vulg. λᾶκον] λάκκον EiG. EtSorb., λακῇ ΕιΜ., λακῇ a. p. s. 6. 9., λακείν k. 16. μέγα,] EiSorb., D. Ms. Ys. Antt, μέγα vulg. ἔκπυρος ᾆσε] κακπυρίσαισα ΕιΜ. in cod. D. et fere cod. M., κἀκπυρίσασα vulg. in EtM., κακπυρίσασα EiG., καὶ πυρίσασθαι EiSorb., πυρίσασα p., καπυρίσασα 95, καππυρίσασα vulg. ap. Theocr., cf. GIE. Ν. ἐκπυρωθεῖσα.

TESTIMM. 14. ΕΜ. 299, 12. Zonar. p. 468. Εκάτη δασπλῆτις. 17. Scholl. Aristid. p. 318. A.. Phav. Ecl. 255, 2. Serv. ad Ecl. Spectat versum Aelian. H. An. XV, 19. 24. EtM. 250,

[ocr errors]

VIII, 21.
35. EtG. 135, 25.

IMITT. 17] Ibid. 68. ducite ab urbe domum mea carmina, ducite Daphnin. 18] Ibid. 82. sparge molam. 23] Ibid. 82. et fragiles incende bitumine laurus. | Daphnis me malus urit, ego hanc in Delphide laurum.

25

30

35

40

κἠξαπίνας ἅφθη, κοὐδὲ σποδὸν εἰδομες αὐτᾶς,
οὕτω τοι καὶ Δέλφις ἐνὶ φλογὶ σάρκ ̓ ἀμαθύνοι.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Νῦν θυσῶ τὰ πίτυρα, τὰ δ ̓ ̓́Αρτεμι καὶ τὸν ἀναιδῆ
κινήσαι κ' ἀδάμαντα καὶ εἴτί περ ἀσφαλὲς ἄλλο.
Θεστυλί, ταὶ κύνες αμιν ἀνὰ πτόλιν ὠρύονται.
ὁ θεὸς ἐν τριόδοισι· τὸ χαλκέον ὡς τάχος ἄχει.
ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Ἡνίδε σιγῇ μὲν πόντος, σιγῶντι δ ̓ ἀῆται·
ἃ δ ̓ ἐμὰ οὐ σιγῇ στέρνων ἔντοσθεν ἀνία,
ἀλλ ̓ ἐπὶ τήνῳ πᾶσα καταίθομαι,
ἀντὶ γυναικὸς ἔθηκε κακὰν καὶ ἀπάρθενον εἶμεν.
ἶυγξ, ἕλκε τὸ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Ὡς τοῦτον τὸν κηρὸν ἐγὼ σὺν δαίμονι τάκω,
ὡς τάκοιθ ̓ ὑπ ̓ ἔρωτος ὁ Μύνδιος αὐτίκα Δέλφις.
χὡς δινεῖθ ̓ ὅδε ῥόμβος ὁ χάλκεος ἐξ ̓Αφροδίτας,

25. κἠ ξαπίνας] k., κἠξαπίνης Ds. M. vulg., κῆς ἀπίνης Υ., κήξ ἀπήνης 9, καξαπίνης 6. άφθη] Steph. vulg., αφῆ Call., άφθῆ pl. 95. D. M. Y. Med. Ald., ἀφθῆ Iunt. καὶ οὐδὲ κ. pl. εἴδομεν Μ., εἵλομες a. pl. 2. s. 62. 92.4., είλομεν p. 64, εἵλκ' 95. αὐτῆς Y. Antt. et ante Wint.

26. ἀμαθύνει s. et superscr. η 94, ἀμαθυνεί superscr. η '95, ἀμαθυνῆ a. p.

[ocr errors]

ὅς με τάλαιναν

sec. Antt. vulg., κινήσεις κ' ἀδ I. H. Vossius.

[merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors][merged small]

30. άμιν] αμιν Harl., ἄμμιν vulg. πόλιν 95. ὠρύοντι Κ.

[ocr errors]

31. χαλκέον] p. 92.4., χάλκεον a. 6. 9. D., χαλκίον vulg., χάλ κεον Med. Ald., χαλκείον [Call. a's 92., εws 95.

33. ἡ νίδε] ηνίδε Mor. vulg., ἠνὶ δὲ k. a. 6. 95. D. M. Y. Antt. σιγῇ] σιγῆ k. a. s. 6., σιγᾷ vulg.

34. σιγῇ] σιγή k., σιγά vulg. 36. εἶμεν] ἦμεν vulg., εἶμες d. et Sch4., ήμες a. 6. 9. Μ.

28. τὰ δ'] τὸ δ' vulg., τύδε 95. ἀναιδῆ] Taylorus, ἐν ἅδη p. 6., ΚΑΙ ΤΟΙ ΕΝ ΑΔΗ 1Sch. ap. 38. ×ŋgòv] k. a. p. 6. 9., zao̟òv Wart., ἐν ᾅδα Med. Ald. Call., ἐν Μ. vulg. Haec stropha hoc loco ἅδα 95·, ἐν ᾅδα Mor. vulg. Vulgo in k. legitur, vulgo post Vs. 27. post πίτυρα punctum, quod mutavi. 40. ρόμβο χάλκεος superscr. og 29. κινήσαι κ ἀδάμαντα] sec. 6., o om. a. p. 9. ἀφροδίτης κινήσαις ἀδ k. et Sch6., κινή- p. 9., om. pl. Comma in f. v. σαις ῥαδάμαντα β. pr. 95. SchCall. habent v. Antt., ante ἐξ Mor., utroMor., κινήσαις ῥ ̓ ἀδάμαντα ν. 6. que loco Comm.

TESTIMM. 28. Eustath. 1767, 19. (ἐν ταῖς Φαρμακευτρίαις) θύειν ἐπὶ τοῦ θυμιᾶν. 40. Eustath. ad Dion. 1134. ρόμβος.

IMITT. 28. 29] Martial VII, 99. Pontice, voce tua posses adamanta movere. 34] Virg. Ecl. IX, 57. et nunc omne tibi stratum silet aequor et omnes, | adspice, ventosi ceciderunt murmuris aurae.

38. 39] Virg. Ecl. VIII, 80. limus ut hic durescit et haec ut cera liquescit | uno eodemque igni, sic nostro Daphnis amore.

BUCOLICI GR. I.

2

45

50

55

ὡς τῆνος δινοῖτο ποθ ̓ ἡμετέρῃσι θύρῃσιν.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Ἐς τρὶς ἀποσπένδω καὶ τρὶς τάδε πότνια φωνῶ·
εἴτε γυνὰ τήνῳ παρακέκλιται εἴτε καὶ ἀνήρ,
τόσσον ἔχοι λάθας, ὅσσόν ποκα Θησέα φαντί
ἐν Δίᾳ λασθῆκεν ἐϋπλοκάμω Αριάδνας.

ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Ἱππομανὲς φυτόν ἐστι παρ' Αρκάσι, τῷ δ ̓ ἐπὶ πᾶσαι
καὶ πῶλοι μαίνονται ἀν' ὤρεα καὶ θοαὶ ἵπποι.
ὡς καὶ Δέλφιν ἴδοιμι, καὶ ἐς τόδε δῶμα περάσαι
μαινομένῳ ἔκελος λιπαρᾶς ἔκτοσθε παλαίστρας.

ἶυγξ, ἕλκε τὸ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Τοῦτ ̓ ἀπὸ τᾶς χλαίνας τὸ κράσπεδον ὤλεσε Δέλφις,
γὼ νῦν τίλλοισα κατ' ἀγρίῳ ἐν πυρὶ βάλλω.
αἰαϊ Ἔρως ἀνιαρέ, τί μεν μέλαν ἐκ χροὸς αἷμα
ἐμφὺς ὡς λιμνᾶτις ἅπαν ἐκ βδέλλα πέπωκας;

ἶυγξ, ἕλκε τὸ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα. Σαύραν του τρίψασα κακὸν ποτὸν αὔριον οἰσῶ. Θεστυλί, νῦν δὲ λαβοῦσα τὸ τὰ θρόνα ταῦθ' ὑπόμαξον

[ocr errors][merged small][merged small][merged small][merged small][ocr errors]

41. τῆνος] Κ., κεῖνος Ms. vulg. in Antt., puncto in Brub., commate δινεῖτο a. p. et superscr. οι 6.

ποτ ̓ ἀμετέρῃσι 95.

Med. Ald. Iunt.

[blocks in formation]

θύραισιν

λάθος Θησέα] k. a. p. 6. 9. M. Med. Ald. Iunt., Θασέα 15. Call., Θασσέα Υ.

λε

46. λαθῆμεν D., λαθέμεν P;, λάθημεν S. 9. — ἐϋπλοκάμω] k. D. ΜS. Υ., ἐϋπλοκάμου pl. vulg. Αριάδνης 9.

48. τῷ δ ̓ ἐπὶ] M5. Med. Ald. Iunt., τῷ δ ̓ ἔπι Call. et tae. Ziegl., τῷδ ̓ ἔπί Wint., τῷδ ̓ ἐπὶ vulg. post Valck. Post Αρκάσι non distinctum

[ocr errors]

in Mor. seqq., colo inde a Wint.

50. περάσαι] k., περῆσαι 23.

vulg.

[blocks in formation]

55. άvingè k. p. 23. (a sec.). D. Mor. et superscr. a Y.

56. λιμνῆτις a. p. 6. 9.

58. σαύραν] 11., σαυρών vulg. κακὸν ποτὸν] k. a. p. s. 6. 9. D. M. Y. Comm., ποτὸν κακὸν Antt.

TESTIMM. 48. Serv. ad Aen. IV, 516. Id. et Philarg. ad Georg. III, 280. hippomanes. 58. Phrynich. Bekk. p. 64, 16. σαῦρος. ἀρρενικῶς λέγουσι. Θεόκριτος θηλυκῶς εἶπε σαῦρον (σαῦραν Valck.).

IMITT. 43] Virg. Ecl. VIII, 73. terna tibi haec primum triplici diversa colore | licia circumdo, terque hanc altaria circum | effigiem duco: numero deus impare gaudet. 53. 54] Ibid. 91. has olim exuvias mihi perfidus ille reliquit | pignora cara sui, quae nunc ego limine in ipso, terra, tibi mando. 55. 56] Nic. Eug. IV, 398. έμφὺς γὰρ (Ἔρως) ὥσπερ βδέλλα λιμνῆτις πίνει | τὸν αἵματος ῥοῦν πάντα.

60

II.

65

70

τᾶς τήνω φλιᾶς καθυπερτέρω ἧς ἔτι καὶ νῦν,
καὶ λέγ' ἐπιφθύζοισα· τὰ Δέλφιδος ὄστια μάσσω.“
ἶυγξ, ἕλκε τὺ τῆνον ἐμὸν ποτὶ δῶμα τὸν ἄνδρα.
Νῦν δὴ μούνα ἐοῖσα πόθεν τὸν ἔρωτα δακρύσω;
ἐκ τήνω δ ̓ ἀρξῶ, τίς μοι κακὸν ἄγαγε τοῦτο.
ἦνθ ̓ ἡ τῶ Εὐβούλοιο καναφόρος αμιν Αναξώ
ἄλσος ἓς Αρτέμιδος, τα δὴ τόκα πολλὰ μὲν ἄλλα
θηρία πομπεύεσκε περισταδόν, ἐν δὲ λέαινα.

φράζεό μεν τὸν ἔρωθ ̓ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.
Καί μ' & Θευχαρίδα Θρᾷσσα τροφὸς ὁ μακαρῖτις
ἀγχίθυρος ναίοισα κατεύξατο καὶ λιτάνευσε
τὰν πομπὴν θάσασθαι· ἐγὼ δέ οἱ ἁ μεγάλοιτος
ὡμάρτευν βύσσοιο καλὸν σύροισα χιτῶνα
ἀμφιστειλαμένα, τὰν ξυστίδα τὰν Κλεαρίστας.
φράζεό μεν τὸν ἔρωθ ̓ ὅθεν ἵκετο, πότνα Σελάνα.

ἐκ θυμῷ δέδεμαι, ὃ δέ μευ λόγον οὐδένα ποιεῖ.

60. φλοιᾶς p. v., φιλίας a. et v. 1. in Scholl. καθυπερτέρω] καθυπέρτερον vulg. ἃς Med. Ald. Comma, quod vulgo ante as est, in f. v. transtuli.

[61.] ἐκ θυμῷ] 23. Ald. Iunt. (cf. Scholl. ἐκδέδεμαι τῷ θυμῷ), ἐκ θυμῶ Μ5· Call. vulg., ἐν θυμῷ a2. s. 92. Med., ἐν θυμῶ a p. 6. ποιῆ a. p. Versus deest in k. neque inventus erat a scholiasta, qui. in Sch5. P. verba ὡς ἔτι interpretatur ἕως ἔτι ἐνδέχεται καταδεθῆναι αὐτόν.

61. ἐπιφθύζοισα] k. 23. Antt., —ζουσα a. p. 6. 9. 15. M5. Υ. ὄστια] k2, ὀστία k4, ὀστέα 23. Ds. vulg. μάσσω] Ahlwardtus, πάσσω vulg. 63. δὲ Υ. μούνα] conj. Val. ckenarius, μούνη k4 vulg., μώνη k2. δακρύσω] Κ. 6. 23. Med. Ald., δακρυσῶ vulg., δακρυῶ p.

[ocr errors]

64. τήνω δ'] k., τίνος vulg. ἀρξῶ] ἄρξω Κ., ἄρξομαι p. 9., ἄρξωμαι s. 6. Med. Ald. Iunt., ἄρξομ ̓ ἐγώ, a. v. 23. D. M. Y. Call., ἄρξευμ ̓ ἐγώ 16.

[blocks in formation]

τῶν βούλοιο Ald, τὼ ἐβούλοιο Iunt., τῶ ἐβούλοιο Call. vulg., ἦνθ τωβούλοιο p., Στ' ωυβώλοιο 23.

[ocr errors]

κανηφόρος κ. 9., κανιφόρος p. ἅμιν] ἄμμιν vulg.

[ocr errors]

66. s] s k. a. p. 6. 16. 23. D3. Μ. Υ., ἐπ' 9. Antt. τόκα] ISchGen. (cf. Gl6. ποκα, τότε), πόκα Call. et Zieglero teste libri, δήποκα 23. Antt. et vulg.

Θευμαρίδα "k. a. p. s. 6. 9. 23. Med.
69. Θευχαρίδα] conj. Reiskius,
Iunt., Θευχαρίλα D5. M5. Y5. Ald.
Call. Θράσσα cum v. 1. φίλα 23.

70. κατηύξατο 23.

71. θάσασθαι] D5. come. Μ5. Y. Med. Ald. Iunt., θεάσασθαι κ. a. p. 6. 9. 23. Call. et D. pr. ut videtur, ubi prius e in rasura duaum literarum scriptum.

72. Distinctionem, quae vulgo in f. v. est, transposui post αμφιστει λαμένα.

73. ἀμφιστειλαμένα] s., ἀμφιστειλαμένη 6., κἀμφιστειλαμένα vulg., κἀμφιστειλαμένη 23. Μ. Υ., καὶ ἀμφιστειλαμένη γι Kaj k. a. Ds. Μs. pr. Y. Comm., τῆς p. 6. M. sup., τᾶς s. 9. 23. Antt.

65. τῷ Εὐβούλοιο] (τω) εὐβούλοιο Vat., τῶν βούλοιο Med., TESTIMM. 61. Eustath. 1392, 42. et 1482, 17. ἐπιφθύζειν.

τὰν

« ForrigeFortsæt »